ὕπανδρος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕπανδρος:''' -ον ([[ἀνήρ]]), αυτός που είναι υπό τον άνδρα, αυτός που υπόκειται σε αυτόν, [[έγγαμος]], παντρεμένος, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
|lsmtext='''ὕπανδρος:''' -ον ([[ἀνήρ]]), αυτός που είναι υπό τον άνδρα, αυτός που υπόκειται σε αυτόν, [[έγγαμος]], παντρεμένος, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕπανδρος:''' <b class="num">1)</b> замужняя ([[γυνή]] Polyb.): γύναια τῶν ὑπάνδρων Plut. распутные бабенки;<br /><b class="num">2)</b> женственный, изнеженный ([[ἀγωγή]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 13:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπανδρος Medium diacritics: ὕπανδρος Low diacritics: ύπανδρος Capitals: ΥΠΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: hýpandros Transliteration B: hypandros Transliteration C: ypandros Beta Code: u(/pandros

English (LSJ)

ον, (ἀνήρ)

   A under a man, subject to him, married, γυνή LXX Nu.5.20, Plb.10.26.3, Ep.Rom.7.2, etc.; τὰς ὑ. τῶν γυναικῶν Polem.Hist.59; ὕ. γύναια Plu.Pel.9.    II feminine, ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕ. a feminine mode of life, D.S.32.10.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπανδρος: -ον, ὑπὸ ἄνδρα, ἔγγαμος, ὑπ. γυναῖκας Πολύβ. 10. 26, 3, Νέα Διαθ., κλπ.· τὰς ὑπάνδρους τῶν γυναικῶν Ἀθήν. 388C· ὕπ. γύναια Πλουτ. Πελοπίδ. 9. ΙΙ. μεταφορ., ἐκτεθηλυμμένος, ἄνανδρος, ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕπ., τρόπος ζωῆς ἄνανδρος, Διοδ. Ἐκλογ. 520. 39.

French (Bailly abrégé)

adj. f.
en pouvoir de mari, mariée.
Étymologie: ὑπό, ἀνήρ.

English (Strong)

from ὑπό and ἀνήρ; in subjection under a man, i.e. a married woman: which hath an husband.

English (Thayer)

ὕπανδρον (ὑπό and ἀνήρ), under i. e. subject to a man: γυνή, married, Numbers 5:(20),29; Polybius 10,26, 3; (Diodorus 32,10, 4vol. 5:50,17th edition, Dindorf); Plutarch, Artemidorus Daldianus, Heliodorus.)

Greek Monotonic

ὕπανδρος: -ον (ἀνήρ), αυτός που είναι υπό τον άνδρα, αυτός που υπόκειται σε αυτόν, έγγαμος, παντρεμένος, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὕπανδρος: 1) замужняя (γυνή Polyb.): γύναια τῶν ὑπάνδρων Plut. распутные бабенки;
2) женственный, изнеженный (ἀγωγή Diod.).