ὑψίτερος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψίτερος:''' -α, -ον, επίθ. από συγκρ. του επιρρ. [[ὕψι]], υψηλότερος, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ὑψίτερος:''' -α, -ον, επίθ. από συγκρ. του επιρρ. [[ὕψι]], υψηλότερος, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψίτερος:''' [compar. к [[ὑψηλός]] более высокий (δρύες Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:32, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, Comp. of Adv. ὕψι,
A loftier, δρύες Theoc.8.46.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ ἐπιρρ. ὕψι, ὑψηλότερος, δρύες Θεόκρ. 8. 46.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
plus haut.
Étymologie: ὕψι.
Greek Monolingual
-έρα, -ον, Α ὕψι
(συγκριτ. βαθμός) υψηλότερος.
Greek Monotonic
ὑψίτερος: -α, -ον, επίθ. από συγκρ. του επιρρ. ὕψι, υψηλότερος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίτερος: [compar. к ὑψηλός более высокий (δρύες Theocr.).