ὑποδεής: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποδεής:''' -ές ([[δέομαι]]), γεν. <i>-έος</i>, κάπως [[ανεπαρκής]], [[ελλιπής]], [[κατώτερος]]· [[κυρίως]] σε συγκρ. <i>ὑποδεέστερος</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων</i>, με πόρους [[πολύ]] κατώτερους, σε Θουκ.· επίρρ. <i>-εστέρως</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ὑποδεής:''' -ές ([[δέομαι]]), γεν. <i>-έος</i>, κάπως [[ανεπαρκής]], [[ελλιπής]], [[κατώτερος]]· [[κυρίως]] σε συγκρ. <i>ὑποδεέστερος</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων</i>, με πόρους [[πολύ]] κατώτερους, σε Θουκ.· επίρρ. <i>-εστέρως</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπο-δεής, ές [[δέομαι]]<br />[[somewhat]] [[deficient]], [[inferior]]; [[mostly]] in comp. ὑποδεέστερος, Hdt., Plat.; ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with [[resources]] [[much]] [[inferior]], Thuc.:—adv. -εστέρως, Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 9 January 2019
English (LSJ)
(A), ές, (δέομαι)
A somewhat deficient, inferior; used only in Comp. ὑποδεέστερος. I of persons, lower in degree, Hdt.1.91, 134; κυνίδια τῶν ἀνθρώπων καὶ τῇ γνώμῃ καὶ τῇ γλώσσῃ ὑ. X. Oec. 13.8. b younger, PMasp.23.16 (vi A. D.), PLond.5.1708.37 (vi A. D.). 2 of things, ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with resources much inferior, Th.2.89; αὐτὸς ἑωυτοῦ ῥέει -έστερος, of the Nile, Hdt.2.25; τέχνη ἐκείνης -τέρα Pl.Euthd.289e; δηλοῦται . . ὑποδεέστερα ὄντα τῆς φήμης inferior to report, i. e. exaggerated, Th.1.11; ἔστι δὲ τοῦτο ὑ., of bee-bread, Arist.HA623b24. II Adv. -εστέρως Th.8.87, Antipho 4.4.6: neut. pl. ὑποδεέστερα as Adv., Id.3.3.9.
ὑποδεής (B), ές, (δέος)
A somewhat fearful, Hsch., Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1214] ές, etwas furchtsam, Hesych. ές, mangelhaft, – scheint nur im compar. ὑποδεέστερος vorzukommen, geringer, Her. 1, 134. 6, 51 Thuc. 1, 10. 4, 20 u. öfter; Plat. oft; μηδὲν ὑποδεέστερα τούτων μελετῶν Antiph. 3 γ 9; auch adv. ὑποδεεστέρως, 4 δ 4, wie Thuc. 8, 87 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδεής: -ές, γεν. έος, (δέομαι) ὀλίγον τι ἐλλιπής, κατώτερος· ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἦν ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑποδεέστερος (πρβλ. ἐνδεής), 1) ἐπὶ ἐμψύχων, Ἡρόδ. 1. 91, 134., 2. 25, Πλάτ. Εὐθύδ. 289Ε, κ. ἀλλ.· κυνίδια τῶν ἀνθρώπων καὶ τῇ γνώμῃ καὶ τῇ γλώττῃ ὑπ. Ξεν. Οἰκ. 13, 8. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων Θουκ. 2. 89· ὑποδ. ὄντα τῆς φήμης ὁ αὐτ., ἴδε φήμη Ι. 2· ἐστὶ δὲ τοῦτο ὑποδεέστερον, περὶ τῆς τροφῆς τῶν μελισσῶν, ἣν καλοῦσι τινὲς κήρινθον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. -εστέρως, Θουκ. 8. 87, Ἀντιφῶν 128. 34· οὐδέτ. πληθ. ὑποδεέστερα ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ. 123. 24.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
inférieur;
Cp. ὑποδεέστερος tout à fait inférieur : τινος à qqn ou à qch.
Étymologie: ὑπό, δέω².
Greek Monolingual
(I)
-ες, ΜΑ
1. ελλιπής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποδεές·η υποταγή
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑποδεής
υπηρέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -δεής (< δέομαι), πρβλ. ἐν-δεής].———————— (II)
-ες, Α
λίγο φοβισμένος, κάπως φοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. περι-δεής].
Greek Monotonic
ὑποδεής: -ές (δέομαι), γεν. -έος, κάπως ανεπαρκής, ελλιπής, κατώτερος· κυρίως σε συγκρ. ὑποδεέστερος, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων, με πόρους πολύ κατώτερους, σε Θουκ.· επίρρ. -εστέρως, στον ίδ.
Middle Liddell
ὑπο-δεής, ές δέομαι
somewhat deficient, inferior; mostly in comp. ὑποδεέστερος, Hdt., Plat.; ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with resources much inferior, Thuc.:—adv. -εστέρως, Thuc.