φλογώψ: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φλογώψ:''' ὁ, ἡ, = [[φλογωπός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''φλογώψ:''' ὁ, ἡ, = [[φλογωπός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φλογώψ:''' ῶπος adj. сияющий, лучезарный (ἀντολαί Aesch.).
}}
}}

Revision as of 05:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογώψ Medium diacritics: φλογώψ Low diacritics: φλογώψ Capitals: ΦΛΟΓΩΨ
Transliteration A: phlogṓps Transliteration B: phlogōps Transliteration C: flogops Beta Code: flogw/y

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A = φλογωπός, ἀντολαί A.Pr.791.

German (Pape)

[Seite 1292] ῶπος, = φλογωπός, Aesch. Prom. 793 πρὸς ἀντολὰς φλογῶπας ἡλιοστιβεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

φλογώψ: ὁ, ἡ, = φλογωπός, Αἰσχύλ. Πρ. 791, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1363.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
c. φλογωπός.
Étymologie: φλόξ, ὤψ.

Greek Monolingual

-ῶπος, ὁ, ἡ, Α
φλογωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + -ώψ (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. φοβερ-ώψ].

Greek Monotonic

φλογώψ: ὁ, ἡ, = φλογωπός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φλογώψ: ῶπος adj. сияющий, лучезарный (ἀντολαί Aesch.).