φορεῖον: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φορεῖον:''' τό ([[φέρω]]), [[φορείο]], Λατ. lectῑca, σε Δείναρχ.
|lsmtext='''φορεῖον:''' τό ([[φέρω]]), [[φορείο]], Λατ. lectῑca, σε Δείναρχ.
}}
{{elru
|elrutext='''φορεῖον:''' τό носилки, паланкин Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 14:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορεῖον Medium diacritics: φορεῖον Low diacritics: φορείον Capitals: ΦΟΡΕΙΟΝ
Transliteration A: phoreîon Transliteration B: phoreion Transliteration C: foreion Beta Code: forei=on

English (LSJ)

τό, (φορά, φέρω)

   A litter, sedan-chair, Din.1.36, Plb.30.25.18 (pl.), Sor. 1.49, Plu.Eum.14, D.L.5.41, etc.; written φόριον, LXX 2 Ma.3.27.    2 beast of burden, ib.Ge.45.17.    II porter's wages, Poll.7.133.

German (Pape)

[Seite 1299] τό, 1) Trage, Tragbahre, Tragsessel, Sänfte, ἐπὶ φορείου κατακομίζεσθαι ὁδόν Din. 1, 36, u. Sp., wie Plut. Num. 10, D. L. 5, 41. – 2) Trägerlohn, Poll. 7, 133.

Greek (Liddell-Scott)

φορεῖον: τό, (φορά, φέρω) κλινίδιον, ἕδρα ἐφ’ ἧς καθήμενός τις μεταφέρεται, Λατ. sella. lectica, lectulus, Δείναρχ. 94. 41, Πολύβ. 31. 3, 18, Διογ. Λαέρτ. 5. 41, Πλουτ. Εὐμέν. 14, κλπ.· πρβλ. φοράδην. 2) κτῆνος πρὸς μεταφορὰν φορτίων, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕϳ, 17). ΙΙ. μισθὸς ἀχθοφόρου, κόμιστρον, Πολυδ. Ζϳ, 133.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chaise à porteurs, litière.
Étymologie: φορεύς.

Greek Monotonic

φορεῖον: τό (φέρω), φορείο, Λατ. lectῑca, σε Δείναρχ.

Russian (Dvoretsky)

φορεῖον: τό носилки, паланкин Polyb., Plut.