ψηφοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψηφοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που δίνει την ψήφο του.
|lsmtext='''ψηφοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που δίνει την ψήφο του.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψηφο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />giving one's [[vote]].
}}
}}

Revision as of 02:49, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφοφόρος Medium diacritics: ψηφοφόρος Low diacritics: ψηφοφόρος Capitals: ΨΗΦΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: psēphophóros Transliteration B: psēphophoros Transliteration C: psifoforos Beta Code: yhfo/foros

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A voting, ἐκκλησία D.H.7.59; = suffragator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1398] seine Stimme gebend, stimmend, wählend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφοφόρος: -ον, ὁ ψηφοφορῶν, ὁ δίδων ψῆφον, Διον Ἁλ. 7. 59, ἐν τῷ τύπῳ ψηφηφ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte son vote.
Étymologie: ψῆφος, φέρω.

Greek Monolingual

ο, η / ψηφοφόρος, -ον, ΝΜΑ, και ψηφηφόρος Α
(για πρόσ.) πολίτης που έχει και ασκεί το δικαίωμα ψήφου, εκλογέας
αρχ.
(γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις ἐκκλησία κατ' ἄνδρα ψηφοφόρος ἡ φυλετική», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + -φόρος].

Greek Monotonic

ψηφοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που δίνει την ψήφο του.

Middle Liddell

ψηφο-φόρος, ον, φέρω
giving one's vote.