κεμάς: Difference between revisions
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(2b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κεμάς:''' άδος (ᾰ) ἡ молодой олень Hom. | |elrutext='''κεμάς:''' άδος (ᾰ) ἡ молодой олень Hom. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεμάς -άδος, ἡ jong hert. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 1 January 2019
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A young deer, pricket, between νεβρός and ἔλαφος (so Ar.Byz. ap. Eust.711.37, cf. Miller Mélanges de litt.gr.p.431), Il.10.361, Call.Dian.112, A.R.3.879, Herodic. ap. Ath.5.222a, Ael.NA14.14:—also κεμμάς (q.v.), and in Hsch. κεμφάς, (Cf. Skt. śáma-'hornless', Lith. šmúlas 'hornless', OE. hind.)
German (Pape)
[Seite 1416] άδος, ἡ, Reh, Hirschkalb, oder eine Antilopenart; Il. 10, 361; Callim. Dian. 112; Ap. Rh. 3, 879 u. a. sp. D.; mit langen röthlichen Haaren, Ael. H. A. 14, 14; ξουθή, bei Ath. 222 a. S. auch κεμμάς.
Greek (Liddell-Scott)
κεμάς: -άδος, ἡ, μικρά, νέα ἔλαφος. μεταξὺ νεβροῦ καὶ ἐλάφου (κατὰ τὸν Εὐστ.), Ἰλ. Κ. 361, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 112, κτλ.· πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 14· ὡσαύτως κεμμὰς (ὃ ἴδε), καὶ παρ’ Ἡσυχ. κεμφάς.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
faon, jeune biche, animal.
Étymologie: DELG skr. sáma- « sans cornes ».
English (Autenrieth)
άδος: a two-year old deer, Il. 10.361†.
Greek Monolingual
κεμάς, -άδος και ποιητ. τ. κεμμάς, και στον Ησύχ. κεμφάς, ἡ (Α)
μικρό, νεαρό ελάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kem- «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμάς προέκυψε είτε από κάποιον αμάρτυρο τ. κέμος, με θ. σε -ο, αντίστοιχο του αρχ. ινδ. śama- «χωρίς κέρατα» (πρβλ. λίθος: λιθάς), είτε από θ. σε -m, οπότε συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hinta «ελαφίνα» (πρβλ. νίφ-α: νιφάς). Η συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας εμφανίζεται στο λιθουαν. šm-ulas «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμμάς με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του -μ-. Ο τ. κεμφάς κατά τις ονομασίες ζώων σε -φος / -φας, πρβλ. γρομ-φάς.
ΠΑΡ. αρχ. κεμάδειον, κεμήλιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κεμαδοσσόος.
Greek Monotonic
κεμάς: -άδος, ἡ, μικρό, νέο ελάφι, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης κεμμάς, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
κεμάς: άδος (ᾰ) ἡ молодой олень Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεμάς -άδος, ἡ jong hert.