σύρραξις: Difference between revisions
From LSJ
(4b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύρραξις:''' εως ἡ столкновение (τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Arst.; ὅπλων Plut.). | |elrutext='''σύρραξις:''' εως ἡ столкновение (τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Arst.; ὅπλων Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύρραξις -εως, ἡ [συρράσσω] het botsen (van soldaten). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dashing together, [τῶν κλυδώνων] πρὸς ἀλλήλους Arist.Mir.843a16; ὅπλων Plu.2.339b, cf. Id.Caes.44; cf. σύρρηξις.
Greek (Liddell-Scott)
σύρραξις: ἡ, σύγκρουσις, τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130. 2· ὅπλων Πλούτ. 2. 337Β, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 44.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
choc, conflit.
Étymologie: συρρήγνυμι.
Greek Monotonic
σύρραξις: -εως, ἡ (συρράσσω), σύγκρουση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σύρραξις: εως ἡ столкновение (τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Arst.; ὅπλων Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύρραξις -εως, ἡ [συρράσσω] het botsen (van soldaten).