κλυδάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(nl) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κλυδάζομαι [κλύζω] geneesk. pulseren. | |elnltext=κλυδάζομαι [κλύζω] geneesk. pulseren. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλῠδάζομαι:''' атт. [[κλυδάττομαι]] (о воде) волноваться ([[ὕδωρ]] κλιδαττόμενος Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A fluctuate, of the fluid in pleurisy, Hp.Loc.Hom.14; of cranes flying, Max.Tyr.12.3.
German (Pape)
[Seite 1456] = κλυδωνίζομαι, Hippocr., Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠδάζομαι: κλυδωνίζομαι, Ἱππ. 415. 11, Μάξιμ. Τύρ. 12. 3.
Greek Monolingual
κλυδάζομαι (Α)
κλυδωνίζομαι («κατὰ τοῡτο γὰρ πύον ξυνίσταται, καὶ συνιστάμενον εἴ τις σείῃ τὸ σῶμα, κλυδάζεται καὶ ζόφον παρέχει», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδων. Η αιτ. κλύδα ενός υποτιθέμενου ουσ. κλυς, που μαρτυρείται στον Νίκανδρο και από το οποίο θα μπορούσε να παράγεται το ρ., είναι μάλλον αρχαΐζων νεολογισμός].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλυδάζομαι [κλύζω] geneesk. pulseren.
Russian (Dvoretsky)
κλῠδάζομαι: атт. κλυδάττομαι (о воде) волноваться (ὕδωρ κλιδαττόμενος Diog. L.).