κάλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(nl)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κάλος -α -ον Aeol. voor καλός.<br />κάλος -ου, ὁ ep. en Ion. voor κάλως.
|elnltext=κάλος -α -ον Aeol. voor καλός.<br />κάλος -ου, ὁ ep. en Ion. voor κάλως.
}}
{{elru
|elrutext='''κάλος:''' (ᾰ) ὁ эп.-ион. Hom. = [[κάλως]].
}}
}}

Revision as of 12:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλος Medium diacritics: κάλος Low diacritics: κάλος Capitals: ΚΑΛΟΣ
Transliteration A: kálos Transliteration B: kalos Transliteration C: kalos Beta Code: ka/los

English (LSJ)

ὁ,

   A v. κάλως.

Greek (Liddell-Scott)

κάλος: ὁ, σχοινίον, ἴδε ἐν λ. κάλως.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ion. et épq. c. κάλως.

English (Autenrieth)

(Att. κάλως): pl., ropes, halyards; passing through a hole at the top of the mast, then made fast at the bottom, and serving to hoist and lower the yard. (See cut.)

Greek Monolingual

(I)
κάλος, ὁ (Α)
βλ. κάλως.———————— (II)
και κάλλος, ὁ
1. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση του δέρματος, συν. τών άκρων, τύλος
2. φρ. α) «τον πάτησα στον κάλο» — τον έθιξα στο πιο ευπαθές σημείο
β) «έχει κάλο (στον εγκέφαλο)» — είναι ανόητος, είναι παράλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. callo < λατ. callus ή callum].

Greek Monotonic

κάλος: ὁ, Επικ. και Ιων. αντί κάλως, σχοινί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλος -α -ον Aeol. voor καλός.
κάλος -ου, ὁ ep. en Ion. voor κάλως.

Russian (Dvoretsky)

κάλος: (ᾰ) ὁ эп.-ион. Hom. = κάλως.