ἀναφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(1)
(1a)
Line 42: Line 42:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναφαίνω:''' поэт. [[ἀμφαίνω]] (fut. ἀναφᾰνῶ и ἀναφᾱνῶ, aor. ἀνέφηνα)<br /><b class="num">1)</b> зажигать (ξύλα Hom.; ἄστρα ἐν τῇ νυκτί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> показывать, обнаруживать (ποδῶν ἀρετήν Hom.); pass. показываться, появляться (ἀνεφαίνετο πατρὶς [[ἄρουρα]] Hom.) или быть очевидным: ἀναφαινόμεθα σεσωσμένοι Xen. ясно, что мы спасены;<br /><b class="num">3)</b> открывать, разъяснять (θεοπροπίας Δαναοῖσι Hom.; οὐ δεδειγμένα Soph.): ἀναφανέντες τὴν Κύπρον NT когда (мы) завидели Кипр, т. е. когда показался Кипр;<br /><b class="num">4)</b> произносить (ἐπεσβολίας Hom.);<br /><b class="num">5)</b> издавать ([[βοάν]] Aesch.);<br /><b class="num">6)</b> провозглашать, объявлять (τινά τινα Pind., Eur., Plat.);<br /><b class="num">7)</b> (по)рождать, производить (ὄφιας πολλούς Her.);<br /><b class="num">8)</b> (по)являться: νεωστὶ ἀναπεφηνός Her. недавно возникший; οὐ θύων τισὶ καινοῖς δαίμοσιν ἀναπέφηνα Xen., никто не видел, чтобы я приносил жертвы новым богам;<br /><b class="num">9)</b> прославлять, возвеличивать (πόλιν ἁμίλλαις Pind.).
|elrutext='''ἀναφαίνω:''' поэт. [[ἀμφαίνω]] (fut. ἀναφᾰνῶ и ἀναφᾱνῶ, aor. ἀνέφηνα)<br /><b class="num">1)</b> зажигать (ξύλα Hom.; ἄστρα ἐν τῇ νυκτί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> показывать, обнаруживать (ποδῶν ἀρετήν Hom.); pass. показываться, появляться (ἀνεφαίνετο πατρὶς [[ἄρουρα]] Hom.) или быть очевидным: ἀναφαινόμεθα σεσωσμένοι Xen. ясно, что мы спасены;<br /><b class="num">3)</b> открывать, разъяснять (θεοπροπίας Δαναοῖσι Hom.; οὐ δεδειγμένα Soph.): ἀναφανέντες τὴν Κύπρον NT когда (мы) завидели Кипр, т. е. когда показался Кипр;<br /><b class="num">4)</b> произносить (ἐπεσβολίας Hom.);<br /><b class="num">5)</b> издавать ([[βοάν]] Aesch.);<br /><b class="num">6)</b> провозглашать, объявлять (τινά τινα Pind., Eur., Plat.);<br /><b class="num">7)</b> (по)рождать, производить (ὄφιας πολλούς Her.);<br /><b class="num">8)</b> (по)являться: νεωστὶ ἀναπεφηνός Her. недавно возникший; οὐ θύων τισὶ καινοῖς δαίμοσιν ἀναπέφηνα Xen., никто не видел, чтобы я приносил жертвы новым богам;<br /><b class="num">9)</b> прославлять, возвеличивать (πόλιν ἁμίλλαις Pind.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to make to [[give]] [[light]], make to [[blaze]] up, ξύλα Od.<br /><b class="num">2.</b> to [[bring]] to [[light]], [[shew]] [[forth]], [[display]], Hom., [[attic]]; ἀν. μελέων νόμους Ar.<br /><b class="num">3.</b> to [[proclaim]], [[declare]], [[βασιλέα]] ἀν. τινά Pind.; ἀν. πόλιν to [[proclaim]] it [[victor]] in the games, Pind.:—c. inf., ἀναφανῶ σε [[τόδε]] ὀνομάζειν I [[proclaim]] that they [[call]] thee by [[this]] [[name]], i. e. [[order]] that thou be so named, Eur.<br /><b class="num">4.</b> of things, to [[appoint]], νόμους Ar.<br /><b class="num">5.</b> ἀναφάναντες τὴν Κύπρον having opened, [[come]] in [[sight]] of, [[Cyprus]], NTest.<br /><b class="num">II.</b> Pass., with fut. mid. ἀναφανήσομαι or -φανοῦμαι : perf. ἀναπέφαμμαι, or in mid. [[form]] -[[πέφηνα]]:— to be shewn [[forth]], [[come]] to [[light]] or [[into]] [[sight]], [[appear]] [[plainly]], Hom., etc.<br /><b class="num">2.</b> to reappear, Hdt.<br /><b class="num">3.</b> ἀναφανῆναι [[μούναρχος]] to be [[declared]] [[king]], Hdt.; ἀναφαίνεσθαι σεσωσμένος to be [[plainly]] in [[safety]], Xen.
}}
}}

Revision as of 15:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφαίνω Medium diacritics: ἀναφαίνω Low diacritics: αναφαίνω Capitals: ΑΝΑΦΑΙΝΩ
Transliteration A: anaphaínō Transliteration B: anaphainō Transliteration C: anafaino Beta Code: a)nafai/nw

English (LSJ)

poet. ἀμφ-: fut. -φᾰνῶ, but

   A -φᾱνῶ E.Ba.528 codd. (-φαίνω Herm.): aor. ἀνέφηνα, Hellenistic -έφᾱνα: pf. -πέφηνα late, Ps.-Luc.Philopatr.3:—cause to give light, make to blaze up, ξύλα, δαΐδας Od.18.310.    2 bring to light, produce, ὄφιας Hdt.4. 105.    b show forth, make known, display, θεοπροπίας, ἀρετήν, ἐπεσβολίας, Il.1.87, 20.411, Od.4.159; πραπίδων καρπόν Pi.Fr.211; κἀνέφηνεν οὐ δεδειγμένα S.Fr.432.7; ἀ. θυσίας E.IT466; ὀργάν Id.Ba. 538; ἄστρα X.Mem.4.3.4; ἡμέρᾳ καὶ ἡλίῳ . . χάριν οἶδα ὅτι μοι Κλεινίαν ἀ. Id.Smp.4.12; rarely of sound, βοὰν ἀμφ. send forth a loud cry, A. Supp.829; ἀ. μελέων νόμους Ar.Av.745:—in Med., νίκαν ἀνεφάνατο Pi.I.4(3).71.    3 proclaim, declare, βασιλέα ἀ. τινά Id.P.4.62; νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν ib.9.73, cf. N.9.12: c. part., τοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ὄντας ἀ. Pl.Criti.108c: c. inf., ἀναφαίνω σε τόδε . . ὀνομάζειν I proclaim that they call thee by this name, E.Ba.528:—Med., in Dor. form ἀμφ-, adopt as one's son, Leg.Gort.10.34, al.    b of things, appoint, institute, ὃς τελετὰς ἀνέφηνε καὶ ὄργια IG3.713, cf. Marm.Par.28; νῆσον ἀ. τινὶ οἰκεῖν Philostr.Her.19.16.    4 ἀναφάναντες τὴν Κύπρον having sighted .., Act.Ap.21.3.    II Pass., fut. ἀναφᾰνήσομαι Ar.Eq.950, Pl.Prm.132a, al.; but also -φανοῦμαι Id.Plt.289c: pf. ἀναπέφασμαι, but -πέφηνα Hdt. (v. infr.), etc.: aor. ἀνεφᾰνην Ar.V.124:—to be shown forth, appear plainly, ἀναφαίνεται ἀστήρ Il.11.62; ἀ. αἰπὺς ὄλεθρος ib.174; τῇ δεκάτῃ . . ἀνεφαίνετο πατρὶς ἄρουρα Od.10.29; τὸ Δέλτα ἐστὶ νεωστὶ ἀναπεφηνός Hdt.2.15, cf. S.OC1222 (lyr.), etc.; ἀ. ὁ βλάπτων A.Ch.328.    b reappear, Hdt.4.195; of rivers which flow underground, Id.6.76, 7.30; simply, spring up, ib.198.    2 ἀναφανῆναι μούναρχος to be declared king, Id.3.82; στρατηγὸς ἀ. Pl.Ion 541e; κλέπτης τις ὁ δίκαιος . . ἀναπέφανται proved to be .., Id.R.334a, cf. Smp.185a; ἀ. λογογράφος ἐκ τριηράρχου from a sea-captain to come out a romancer, Aeschin. 3.173:—also c. part., ἀναπέφανται ὢν ἀγαθός Pl.R.350c; ἀναφαίνεσθαι ἔχων, σεσωσμένοι, to be seen or found to have, to be plainly in safety, etc., Id.Sph.233c, X.Cyr.3.2.15, etc.    III the Act. intr. in later Greek, ἀνέφαινεν ἕσπερος Musae.111 (v.l.), cf. Hld.5.22:—ἀναφῆναι is prob.f.l. for ἀναφανῆναι in Hdt.1.165.

German (Pape)

[Seite 212] aufleuchten oder auflodern lassen, Od. 18, 310; gew. übtr., an den Tag bringen, offenbaren, kundmachen, θεοπροπίας Il. 1, 87; Ὀδυσσέα Od. 4, 254, entdecken, daß es Odysseus sei; ποδῶν ἀρετήν Il. 20, 411; ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν ἄντα σέθεν Od. 4, 159; oft bei Pind., βασιλέα, Κυράναν, πόλιν, preisen, P. 4, 62. 9, 75 N. 9, 12; Aesch. βοάν, erheben, Suppl. 809; Eur. Bacch. 530 ἀναφαίνει χθόνιον γένος ἐκφύς τε δράκοντός ποτε Πενθεύς, er zeigt das Erdgeschlecht, und daß er einst aus einem Drachen entsproß; auch sonst mit partic., τοὺς παλαιοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ὄντας ἀναφ. Plat. Critia 108 c; aor. I. med. bei Pind. I. 3, 89 ἀνεφήνατο νίκας, in derselben Bdtg. – Pass. (mit dem aor. ἀνεφάνην, u. fut. pass., κακὸν ἀναφανησόμενον Antiph. 1, 13; oft bei Plat.; doch auch fut. med., Polit. 289 c Legg. V, 744 a), sichtbar werden, sich zeigen, erscheinen, ἐκ νεφέων – ἀστήρ Il. 11, 62; πατρὶς ἄρουρα Od. 10, 29; ὄλεθρος Il. 17, 244; ἀνεφάνη μούναρχος, er wurde plötzlich, zeigte sich als Alleinherrscher, Her. 3, 82; vgl. 1, 36; ἀνεφάνη δεσπότης Plat. Gorg. 484 a. Vom act. kommt der aor. I. in intrans. Bdtg vor, Her. 1, 165 πρὶν τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφῆναι, ehe diese Masse zum Vorschein käme (richtiger wohl als transit. zu nehmen); Mus. 111 u. Sp.; u. nur so perf. II. ἀναπέφηνα, Soph. O. C. 1225; Her. 2, 15; Xen. Cyr. 3, 2, 7 Hell. 3, 5, 8; κονιορτὸς ἀναπέφηνε, wird so genannt, Anaxandr. Ath. VI, 242 d; Plat. aber κλέπτης τις ὁ δίκαιος ἀναπέφανται, mit hervortretender passiv. Beziehung, Rep. I, 334 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφαίνω: ποιητ. ἀμφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, ἀλλὰ φᾱνῶ (ἀναφαίνω, Ναύκιος), Εὐρ. Βάκχ. 529, ἴδε Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 300: ἀόρ. ἀνέφηνα ἢ -έφᾱνα: (ἴδε φαίνω). Κάμνω τι νὰ δώσῃ φῶς, κάμνω τι νὰ ἀναλάμψῃ, νὰ δώσῃ φλόγα, ἀμοιβηδὶς δ’ ἀνέφαινον δμωαὶ Ὀδ. Σ. 310. 2) γεννῶ, παράγω, ὄφιας γάρ σφι πολλοὺς μὲν ἡ χώρη ἀνέφαινε Ἡρόδ. 4. 105. β) ἐπιδείκνυμι, καθιστῶ τι γνωστόν, φανερώνω τι, θεοπροπίας, ἀρετήν, ἐπεσβολίας Ἰλ. Α. 87, Υ. 411, Ὀδ. Δ. 159. Πίνδ. καὶ Ἀττ., κἀνέφηνεν οὐ δεδειγμένα Σοφ. Ἀποσπ. 379. 8· ἀν. θυσίας Εὐρ. Ι. Τ. 466· ὀργὰν ὁ αὐτ. Βάκχ. 538· ἄστρα Ξεν. Ἀπομ. 4. 3, 4· ἡμέρᾳ δὲ καὶ ἡλίῳ... χάριν οἶδα, ὅτι μοι Κλεινίαν ἀν. ὁ αὐτ. Συμπ. 4. 12· σπανίως ἐπὶ ἤχου, βοὰν ἀμφ., ἐκπέμπω ἰσχυρὰν κραυγήν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 829· ἀν. μελέων νόμους Ἀριστοφ. Ὄρν. 745: ― Μέσ., νίκαν ἀνεφάνατο Πίνδ. Ι. 4 (3). 119. 3) καθίστημι, ἀνακηρύττω, ἀναγορεύω, βασιλέα ἀν. τινὰ Πινδ. Π. 4. 110· ἀν. πόλιν, ἀνακηρύττω τὴν πόλιν νικήτριαν ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ὁ αὐτ. Π. 9. 122, Ν. 9. 29· μετὰ μετοχ., τοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ὄντας ἀν. Πλάτ. Κριτί. 108C, πρβλ. Λυσίαν 127. 21: ― μετ’ ἀπαρεμφ., ἀναφανῶ σε τόδε... ὀνομάζειν, θὰ ἀνακηρύξω (ὅ ἐ. θὰ διατάξω) νὰ σε ὀνομάζωσιν (εἰς τὸ ἑξῆς) διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος, Εὐρ. Βάκχ. 529. β) ἐπὶ πραγμ., ὁρίζω, ἱδρύω, ὃς τελετὰς ἀνέφαινε καὶ ὄργια Συλλ. Ἐπιγρ. 401, πρβλ. Χρον. Πάρ. αὐτόθι 2374. 28· Πανὶ νόμους ἀν. Ἀριστοφ. Ὄρν. 745· νῆσον ἀν. τινὶ οἰκεῖν Φιλόστρ. 746. 4) καθιστῶ τινα ἔνδοξον, Πινδ. Ν. 9. 29. 5) ἀναφάναντες δὲ τὴν Κύπρον... ἐπλέομεν εἰς Συρίαν, ἀναφανείσης ἡμῖν τῆς Κύπρου… ἐπλέομεν, κτλ., Πράξ. Ἀπ. καϳ, 3· οὕτως, aperitur Apollo ἐν Οὐεργ. Αἰν. 3. 275. ΙΙ. παθ., μετὰ μεσ. μέλλ. ἀναφᾰνήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 950, Σφ. 124, Πλάτ., ἀλλὰ καὶ ἀναφανοῦμαι ὁ αὐτ. Πολιτικ. 289C: πρκμ. ἀναπέφᾰσμαι, ἀλλὰ καὶ ἀναπέφηνα Ἡρόδ., κτλ.: δείκνυμαι, ἔρχομαι εἰς φῶς, γίνομαι ὁρατός, φαίνομαι ἐναργῶς, ἀναφαίνεται ἀστὴρ Ἰλ. Λ. 62· ἀν. αἰπὺς ὄλεθρος αὐτόθι 174· τῇ δεκάτῃ... ἀνεφαίνετο πατρὶς ἄρουρα Ὀδ. Κ. 29· οὕτω, τὸ Δέλτα ἐστὶ νεωστὶ ἀναπεφηνὸς Ἡρόδ. 2. 15, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1222, κτλ.· ἀν. ὁ βλάπτων Αἰσχύλ. Χο. 329. β) ἐκ νέου φαίνομαι, Ἡρόδ. 6. 76., 7. 30, 198. 2) ἀναφανῆναι μούναρχος, ἀνακηρυχθῆναι βασιλεύς, ὁ αὐτ. 3. 82· στρατηγὸς ἀν. Πλάτ. Ἴων 541E· κλέπτης τις ὁ δίκαιος… ἀναπέφανται, ἔχει ἀποδειχθῇ ὅτι εἶναι.., ὁ αὐτ. Πολ. 334A, πρβλ. Συμπ. 185Α, Ρήτορ., ἀν. λογογράφος ἐκ τριηράρχου Αἰσχίν. 78. 26: ― ὡσαύτως μετὰ μετοχ., ἀναπέφανται ὢν ἀγαθὸς Πλάτ. Πολ. 334A· ἀλλ’ οὐκ ἀλήθειαν ἔχων ἀναπέφανται Πλάτ. Σοφ. 233C, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 15, κτλ. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κεῖται ἀμετάβ. παρὰ μεταγεν. συγγραφ. ὡς ἀνέφαινεν ἕσπερος Μουσαῖ. 111, πρβλ. Κοραῆ Ἡλιόδ. 2. σελ. 187: - παρϳ Ἡροδ. 1. 165· πρὶν ἢ τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφῆναι, τινὲς μὲν διορθοῦσιν ἀναφανῆναι, τινὲς δὲ ἀποφεύγουσι τὴν δυσκολίαν μεταφράζοντες, «πρὶν ἢ αὐτοὶ ἀνενέγκωσι τὸν μύδρον εἰς φῶς», ἀλλ’ ἡ ἑρμηνεία αὕτη φαίνεταί πως βεβιασμένη· ὁ Ἡσύχ. ἔχει, «ἀναφῆναι, φανερῶσαι».

French (Bailly abrégé)

f. ἀναφανῶ, ao. ἀνέφηνα, etc.
A. tr. I. faire briller : δαΐδας OD allumer des flambeaux ; ἄστρα XÉN faire briller les étoiles;
II. faire paraître :
1 produire à la lumière, produire : ὄφιας HDT des serpents;
2 faire voir, montrer : ποδῶν ἀρετήν IL son agilité;
3 faire entendre : ἐπεσβολίας OD des paroles irréfléchies;
4 expliquer : θεοπροπίας IL des oracles;
5 proclamer, déclarer : ἃς ὁ παρ’ ἡμῖν νόμος οὐχ ὁσίας ἀναφαίνει EUR que l’usage établi chez nous déclare impies;
B. (intr. au pf. ἀναπέφηνα) se produire au jour, se montrer : νεωστὶ ἀναπεφηνός HDT (alluvion) de formation récente (le Delta) ; θύων ἀναπέφηνα XÉN on m’a vu offrir des sacrifices;
Moy. ἀναφαίνομαι (f. ἀναφανοῦμαι et ἀναφανήσομαι, etc.);
briller : ἀναφαίνεται ἀστήρ IL l’astre apparaît brillant ; fig. ἀναφαίνεται ὄλεθρος IL la perte apparaît certaine ; νῦν ἀναφαινόμεθα σεσωσμένοι XÉN il est évident que maintenant nous sommes sauvés.
Étymologie: ἀνά, φαίνω.

English (Autenrieth)

aor. inf. ἀναφῆναι: I. act., make to shine or appear, show, exhibit; ἀμοιβηδὶς δ' ἀνέφαινον, i. e. they made the torch-wood blaze up to give light, Od. 18.310 ; Ὀδυσῆα μετὰ Τρώεσσ' ἀναφῆναι, ‘reveal his presence,’ Od. 4.254.—II. mid., appear.

English (Slater)

ἀναφαίνω v. ἀμφαίνω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀμφ- h.Merc.16, Pi.P.4.62

• Grafía: graf. cret. ἀμπ-, ἀνπ-

• Morfología: pres. inf. med. cret. ἀμπαίνεθαι ICr.4.72.10.34, id. imperat. ἀμπαινέθθο ICr.4.72.11.18 (Gortina V a.C.); fut. inf. act. ἀμφανέειν h.Merc.16, ind. med. ἀναφανεῖται Pl.Plt.289c, pas. intr. ἀναφανήσομαι Ar.Eq.950, Pl.Prm.132a; aor. sigm. ind. act. dór. ἄμφᾱνεν Pi.P.4.62, beoc. ἀνέφᾱνεν Corinn.1.1.24, med. ἀνεφάνατο Pi.I.4.71, part. med. cret. ἀμπανάμενος ICr.4.72.10.37 (Gortina V a.C.), ἀνπανάμενος ICr.4.72.11.5 (Gortina V a.C.), aor. med.-pas. intr. ἀνεφάνην Ar.V.124, inf. ἀναφανῆναι Hdt.1.165; perf. ind. act. ἀναπέφηνα Luc.Philopatr.3, DDeor.4.1, part. ἀναπεφηνώς Hdt.2.15, ind. med. ἀναπέφανται Pl.R.334a
A tr.
I 1c. suj. no humano, de los astros iluminar, dejar ver ἡμέρᾳ καὶ ἡλίῳ ... χάριν οἶδα ὅτι μοι Κλεινίαν ἀναφαίνουσιν X.Smp.4.12, de los dioses ἄστρα X.Mem.4.3.4.
2 tard. c. suj. humano avistar τὴν Κύπρον Act.Ap.21.3.
II c. suj. humano o divino
1 c. compl. de cosas que arden prender, encender ξύλα Od.18.310 θυσίας A.A.101, E.IT 466.
2 c. compl. de acciones, rasgos de carácter, etc. mostrar, descubrir, exhibir ποδῶν ἀρετήν Il.20.411, κλυτὰ ἔργα h.Merc.16, ἐσθλά Xenoph.1.19, cf. Antipho Soph.B 58, πραπίδων καρπόν Pi.Fr.211, κἀνέφηνεν οὐ δεδειγμένα S.Fr.432.7, ἄταν E.HF 918, ὀργὰν E.Ba.538.
3 c. compl. de manifestaciones orales, sobre todo de oráculos, etc. emitir, entonar, pronunciar θεοπροπίας Il.1.87, ἐπεσβολίας Od.4.159, βοάν (cj. βοᾶν Page), A.Supp.829, μελέων Πανὶ νόμους Ar.Au.745, tb. c. adv. Φοῖβος γὰρ περὶ τῶν ὧδ' ἀνέφηνε πόλει Tyrt.3.12 o inf. ἀναφαίνω σε τόδ' ... Θήβαις ὀνομάζειν te revelo a Tebas ... para que te invoque con este nombre E.Ba.528, cf. ἀναφαίνειν· λέγειν Hsch.
4 c. compl. de cosas reveladas, ordenadas instituir τὰ μυστήρια Marm.Par.A 15, τελετὰς ... καὶ ὄργια IG 22.3639.3 (II d.C.)
prescribir, ordenar τὸ πένθος ... τοῖς πολλοῖς Plb.15.25.4, tb. c. inf. τὴν Λευκὴν νῆσον ... ἀνέφηνεν Ἀχιλλεῖ καὶ Ἑλένῃ οἰκεῖν Philostr.Her.19.16.
5 c. compl. de pers. (tb. fig.) y construcción predicativa proclamar σε βασιλέ' ἄμφανεν Pi.P.4.62, τοὺς παλαιοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ὄντας Pl.Criti.108c
en v. pas. ser proclamado μούναρχος Hdt.3.82, στρατηγός Pl.Io 541e
c. un solo ac. en cont. agonales, de pers. proclamar como vencedor νιν Corinn.1.1.24, tb. de ciu. Κυράναν Pi.P.9.73, πόλιν Pi.N.9.12
en v. med. ἀνεφάνατο νίκαν proclamó la victoria Pi.I.3.89.
6 cret. en v. med. adoptar como hijo ICr.4.72.10.34, 11.37 (Gortina V a.C.), ὁ ἀμπανάμενος el adoptante, ICr.4.72.10.37, cf. 11.5.
III producir, alumbrar de la tierra ὄφιας ... πολλοὺς ... ἡ χώρη ἀνέφαινε Hdt.4.105.
B intr. (en v. med., aor. y fut. con -η-, perf. rad.)
I 1aparecer, mostrarse, presentarse, llegar ἀστήρ Il.11.62, ὄλεθρος Il.11.174, ἄτη Sol.1.75, cf. Thgn.231, ὁ βλάπτων A.Ch.328, Μοῖρα S.OC 1222, ὁ δ' ἀνεφάνη κνεφαῖος Ar.V.124, cf. Eq.950, Th.4.36, ἄλλο ἄρα εἶδος μεγέθους Pl.Prm.132a, διὰ τὴν παράλογον ... σωτηρίαν ἀναφανεῖσαν I.AI 2.339, κριὸν ἐξαίφνης ἀναφανῆναι I.AI 7.333, ἀκάτιον Hld.5.22.8
aparecer, verse, divisarse πατρὶς ἄρουρα Od.10.29, κάρτος δ' ἀνεφαίνετο ἔργων Hes.Th.710
formarse τό γε Δέλτα ... ἐστὶ ... νεωστὶ ... ἀναπεφηνός Hdt.2.15
de ríos nacer, brotar Hdt.7.198.
2 c. pred. resultar ser, aparecer como κλέπτης ἄρα τις ὁ δίκαιος ... ἀναπέφανται Pl.R.334a, cf. Smp.185a, ἐκ τριηράρχου λογογράφος Aeschin.3.173
c. part. ὁ ... δίκαιος ἡμῖν ἀναπέφανται ὢν ἀγαθός τε καὶ σοφός Pl.R.350c, δοξαστικὴν ... ἐπιστήμην ὁ σοφιστὴς ἡμῖν ἀλλ' οὐκ ἀλήθειαν ἔχων ἀναπέφανται Pl.Sph.233c, ἀναφαινόμεθα σεσωσμένοι X.Cyr.3.2.15.
II reaparecer de lo que cae en un lago ὑπὸ γῆν ἰὸν ἀναφαίνεται ἐν τῇ θαλάσσῃ Hdt.4.195, de corrientes subterráneas, Hdt.6.76, 7.30, Plb.10.48.7.

English (Strong)

from ἀνά and φαίνω; to show, i.e. (reflexively) appear, or (passively) to have pointed out: (should) appear, discover.

English (Thayer)

1st aorist ἀνεφανα, Doric for the more common ἀνεφηνα (R T WH (with Erasm., Stephanus Thesaurus, Mill); cf. Passow, p. 2199; (Veitch, and Liddell and Scott, under the word φαίνω; Winer s Grammar, 89 (85); Buttmann, 41 (35)); see ἐπιφαίνω); passive (present ἀναφαίνομαι); 2nd aorist ἀνεφανην; (from Homer down); to bring to light, hold up to view, show; passive to appear, be made apparent: ἀναφανέντες τήν τήν Κύπρον having sighted Cyprus, for ἀναφανεισης ἡμῖν τῆς Κύπρου, Buttmann, 190 (164); Winer s Grammar, § 39,1a., p. 260 (244); here Rst T WH (see above) read ἀναφάναντες ... τήν Κύπρον after we had rendered Cyprus visible (to us); (R. V. had come in sight of Cyprus.).

Greek Monolingual


βλ. αναφαίνομαι.

Greek Monotonic

ἀναφαίνω: ποιητ. ἀμ-φαίνω· μέλ. -φᾰνῶ αλλά -φᾱνῶ, στον Ευρ.· αόρ. αʹ ἀνέφηνα ή -έφᾱνα·
I. 1. προσδίδω φως, φλογίζω, ξύλα, σε Ομήρ. Οδ.
2. φέρνω στο φως, καταδεικνύω, παρουσιάζω, σε Όμηρ., Αττ.· ἀν.μελέων νόμους, σε Αριστοφ.
3. ανακηρύσσω, αναγορεύω, βασιλέα ἀν. τινά, σε Πίνδ.· ἀν. πόλιν, τὴν ἀνακηρύσσω νικήτρια στους αγώνες, στον ίδ.· με απαρ., ἀναφανῶ σε τόδε ὀνομάζειν, ανακηρύσσω πως σε φωνάζουν μ' αυτό το όνομα, δηλ. διατάζω ότι θα ονομάζεσαι έτσι, σε Ευρ.
4. λέγεται για πράγματα, ορίζω, νόμους, σε Αριστοφ.
5. ἀναφάναντες τὴν Κύπρον, έχοντας ανοιχθεί, έρθει σε οπτική επαφή με την Κύπρο, σε Καινή Διαθήκη
II. Παθ., με μέλ. Μέσ., ἀναφᾰνήσομαι ή -φανοῦμαι, παρακ. ἀναπέφαμμαι, ή στο μέσο τύπο· -πέφηνα·
1. αποδεικνύομαι, έρχομαι στο φως ή σε θέα, παρουσιάζομαι απλά, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. επανεμφανίζομαι, σε Ηρόδ.
3. ἀναφανῆναι μούναρχος, ανακηρύχθηκε βασιλιάς, στον ίδ.· ἀναφαίνεσθαι σεσωσμένος, να βρίσκεται απλά σε ασφαλή κατάσταση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφαίνω: поэт. ἀμφαίνω (fut. ἀναφᾰνῶ и ἀναφᾱνῶ, aor. ἀνέφηνα)
1) зажигать (ξύλα Hom.; ἄστρα ἐν τῇ νυκτί Xen.);
2) показывать, обнаруживать (ποδῶν ἀρετήν Hom.); pass. показываться, появляться (ἀνεφαίνετο πατρὶς ἄρουρα Hom.) или быть очевидным: ἀναφαινόμεθα σεσωσμένοι Xen. ясно, что мы спасены;
3) открывать, разъяснять (θεοπροπίας Δαναοῖσι Hom.; οὐ δεδειγμένα Soph.): ἀναφανέντες τὴν Κύπρον NT когда (мы) завидели Кипр, т. е. когда показался Кипр;
4) произносить (ἐπεσβολίας Hom.);
5) издавать (βοάν Aesch.);
6) провозглашать, объявлять (τινά τινα Pind., Eur., Plat.);
7) (по)рождать, производить (ὄφιας πολλούς Her.);
8) (по)являться: νεωστὶ ἀναπεφηνός Her. недавно возникший; οὐ θύων τισὶ καινοῖς δαίμοσιν ἀναπέφηνα Xen., никто не видел, чтобы я приносил жертвы новым богам;
9) прославлять, возвеличивать (πόλιν ἁμίλλαις Pind.).

Middle Liddell


I. to make to give light, make to blaze up, ξύλα Od.
2. to bring to light, shew forth, display, Hom., attic; ἀν. μελέων νόμους Ar.
3. to proclaim, declare, βασιλέα ἀν. τινά Pind.; ἀν. πόλιν to proclaim it victor in the games, Pind.:—c. inf., ἀναφανῶ σε τόδε ὀνομάζειν I proclaim that they call thee by this name, i. e. order that thou be so named, Eur.
4. of things, to appoint, νόμους Ar.
5. ἀναφάναντες τὴν Κύπρον having opened, come in sight of, Cyprus, NTest.
II. Pass., with fut. mid. ἀναφανήσομαι or -φανοῦμαι : perf. ἀναπέφαμμαι, or in mid. form -πέφηνα:— to be shewn forth, come to light or into sight, appear plainly, Hom., etc.
2. to reappear, Hdt.
3. ἀναφανῆναι μούναρχος to be declared king, Hdt.; ἀναφαίνεσθαι σεσωσμένος to be plainly in safety, Xen.