ὕπανδρος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὕπανδρος:''' <b class="num">1)</b> замужняя ([[γυνή]] Polyb.): γύναια τῶν ὑπάνδρων Plut. распутные бабенки;<br /><b class="num">2)</b> женственный, изнеженный ([[ἀγωγή]] Diod.). | |elrutext='''ὕπανδρος:''' <b class="num">1)</b> замужняя ([[γυνή]] Polyb.): γύναια τῶν ὑπάνδρων Plut. распутные бабенки;<br /><b class="num">2)</b> женственный, изнеженный ([[ἀγωγή]] Diod.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὕπ-ανδρος, ον, [[ἀνήρ]]<br />under a man, [[subject]] to him, married, NTest., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, (ἀνήρ)
A under a man, subject to him, married, γυνή LXX Nu.5.20, Plb.10.26.3, Ep.Rom.7.2, etc.; τὰς ὑ. τῶν γυναικῶν Polem.Hist.59; ὕ. γύναια Plu.Pel.9. II feminine, ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕ. a feminine mode of life, D.S.32.10.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπανδρος: -ον, ὑπὸ ἄνδρα, ἔγγαμος, ὑπ. γυναῖκας Πολύβ. 10. 26, 3, Νέα Διαθ., κλπ.· τὰς ὑπάνδρους τῶν γυναικῶν Ἀθήν. 388C· ὕπ. γύναια Πλουτ. Πελοπίδ. 9. ΙΙ. μεταφορ., ἐκτεθηλυμμένος, ἄνανδρος, ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕπ., τρόπος ζωῆς ἄνανδρος, Διοδ. Ἐκλογ. 520. 39.
French (Bailly abrégé)
adj. f.
en pouvoir de mari, mariée.
Étymologie: ὑπό, ἀνήρ.
English (Strong)
from ὑπό and ἀνήρ; in subjection under a man, i.e. a married woman: which hath an husband.
English (Thayer)
ὕπανδρον (ὑπό and ἀνήρ), under i. e. subject to a man: γυνή, married, Numbers 5:(20),29; Polybius 10,26, 3; (Diodorus 32,10, 4vol. 5:50,17th edition, Dindorf); Plutarch, Artemidorus Daldianus, Heliodorus.)
Greek Monotonic
ὕπανδρος: -ον (ἀνήρ), αυτός που είναι υπό τον άνδρα, αυτός που υπόκειται σε αυτόν, έγγαμος, παντρεμένος, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὕπανδρος: 1) замужняя (γυνή Polyb.): γύναια τῶν ὑπάνδρων Plut. распутные бабенки;
2) женственный, изнеженный (ἀγωγή Diod.).
Middle Liddell
ὕπ-ανδρος, ον, ἀνήρ
under a man, subject to him, married, NTest., Plut.