συνεπόμνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(nl)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-επόμνυμι samen zweren (om); met inf.. Xen. An. 7.6.19.
|elnltext=συν-επόμνυμι samen zweren (om); met inf.. Xen. An. 7.6.19.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπόμνῡμι:''' <b class="num">1)</b> давать совместную клятву, вместе клясться (τι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно клясться: [[συνεπόμνυμι]] μὴ εἰληφέναι Xen. в то же время я клянусь, что ничего не получил.
}}
}}

Revision as of 04:18, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπόμνῡμι Medium diacritics: συνεπόμνυμι Low diacritics: συνεπόμνυμι Capitals: ΣΥΝΕΠΟΜΝΥΜΙ
Transliteration A: synepómnymi Transliteration B: synepomnymi Transliteration C: synepomnymi Beta Code: sunepo/mnumi

English (LSJ)

   A swear to in addition or besides, τι Ar.Lys.237: c. inf., X.An.7.6.19:—Med., J.AJ16.7.3.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπόμνῡμι: ἐπόμνυμι, ὁρκίζομαι πρὸς τούτοις ἢ προσέτι, ξυνεπόμνυθ’ ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι; Ἀριστοφ. Λυσ. 237· μετ’ ἀπαρεμ., συνεπόμνυμι μηδὲ ἃ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ ἔλαβον εἰληφέναι Ξεν. Ἀν. 7. 6, 19.

French (Bailly abrégé)

jurer en même temps de, inf..
Étymologie: σύν, ἐπόμνυμι.

Greek Monolingual

Α
(ενεργ. και μέσ. συνεπόμνυμαι) ορκίζομαι μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπόμνυμι «ορκίζομαι, επιδοκιμάζω»].

Greek Monolingual

Α
(ενεργ. και μέσ. συνεπόμνυμαι) ορκίζομαι μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπόμνυμι «ορκίζομαι, επιδοκιμάζω»].

Greek Monotonic

συνεπόμνῡμι: μέλ. -ομόσω, ορκίζομαι επιπλέον ή επίσης, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επόμνυμι samen zweren (om); met inf.. Xen. An. 7.6.19.

Russian (Dvoretsky)

συνεπόμνῡμι: 1) давать совместную клятву, вместе клясться (τι Arph.);
2) одновременно клясться: συνεπόμνυμι μὴ εἰληφέναι Xen. в то же время я клянусь, что ничего не получил.