ἁμαξεύς: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἁμαξεύς:''' έως adj. m тянущий воз, упряжной ([[βοῦς]] Plut.). | |elrutext='''ἁμαξεύς:''' έως adj. m тянущий воз, упряжной ([[βοῦς]] Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἅμαξα]]<br />for a wagon: [[βοῦς]] ἁ. a [[draught]] ox, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 9 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A wagoner, D. Chr.64.23: βοῦς ἁ.draught-ox, Plu.Dio38, Philostr.Gym.43.
German (Pape)
[Seite 115] έως, ὁ, der Frachtfuhrmann, Sp.; Plut. Dion. 38 βοῦς, Jochochse.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξεύς: έως, ὁ, = ἁμαξηλάτης, Δίων Χρ.: βοῦς ἁμ., ὁ σύρων ἅμαξαν, Πλουτ. Δίων 38.
French (Bailly abrégé)
ἐως (ὁ) :
1 voiturier;
2 qui traîne un chariot.
Étymologie: ἅμαξα.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 carretero Fauorin.Fort.23, Hsch., Tz.Comm.Ar.1.82.10.
2 adj. de tiro βοῦς Plu.Dio 38, Philostr.Gym.43.
Greek Monolingual
ἁμαξεύς (-έως), ο (Α) άμαξα
1. οδηγός άμαξας, αμαξηλάτης, καραγωγέας
2. ως επίθ. αυτός που σύρει άμαξα
«βοῦς ἁμαξεύς».
Greek Monotonic
ἁμαξεύς: -έως, ὁ (ἅμαξα), αυτός που σύρει την άμαξα, βοῦς ἁμαξεύς, βόδι ζευγμένο για το σύρσιμό της, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξεύς: έως adj. m тянущий воз, упряжной (βοῦς Plut.).