ἀρχικός: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀρχικός:''' <b class="num">1)</b> царственный ([[πυθμήν]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> царствующий, правящий ([[γένος]] Thuc., Plat.): [[ἄνθρωπος]] ἀ. Xen. государственный деятель;<br /><b class="num">3)</b> умеющий управлять ([[ἀνήρ]] Plat., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> высший, главный, руководящий (τινος Plat., Arst.; ἡ ἀρχικωτάτη [[ἐπιστήμη]] Arst.; δυνάμεις Plut.);<br /><b class="num">5)</b> властолюбивый (ἀρχικώτατα τῶν γενῶν Isocr.). | |elrutext='''ἀρχικός:''' <b class="num">1)</b> царственный ([[πυθμήν]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> царствующий, правящий ([[γένος]] Thuc., Plat.): [[ἄνθρωπος]] ἀ. Xen. государственный деятель;<br /><b class="num">3)</b> умеющий управлять ([[ἀνήρ]] Plat., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> высший, главный, руководящий (τινος Plat., Arst.; ἡ ἀρχικωτάτη [[ἐπιστήμη]] Arst.; δυνάμεις Plut.);<br /><b class="num">5)</b> властолюбивый (ἀρχικώτατα τῶν γενῶν Isocr.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀρχή]]<br /><b class="num">1.</b> of or for [[rule]], [[royal]], Aesch., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> of persons, fit for [[rule]], [[skilled]] in [[government]] or [[command]], Xen., Plat.: c. gen. having [[command]] of, Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (ἀρχή)
A of or for rule, royal, πυθμήν A.Ch.260; γένος Th.2.80; official, δικαστήριον Chor. in Rev.Phil.1.219: neut. pl. ἀρχικά as Subst., perh. presents demanded by officials on entering office, PTeb. 3.57A22. 2 of persons, fit for rule, command, or office, Pl.Prt. 352b, al., Isoc.2.24; having served as magistrates, CIG2774 (Aphrodisias): c. gen., ἀνθρώπων X.Mem.1.1.16; νεώς Pl.R.488d; φύσει ἀρχικὸν πατὴρ υἱῶν Arist.EN1161a18; ἔστιν -κώτατα τῶν γενῶν Σκύθαι καὶ Θρᾷκες καὶ Πέρσαι Isoc.4.67. Adv. -κῶς, ἔχοντες Lib.Or.11.148; ἱερατικῶς καὶ ἀ. φυλαττόμενα Just.Nov.58. 3 dominant, sovereign, ἡ ἀρχικωτάτη ἐπιστήμη the sovereign science, i.e. σοφία, Arist.Metaph.982b4; τὴν ἀ. χώραν ἔχειν Id.PA665b18; ἀ. ἀρετή, opp. ὑπηρετική, Id.Pol.1260a23:—Math., principal, ἀ. συμπτώματα, of the properties of a curve, Apollon.Perg.Con.1 Praef.; ἀ. διάμετροι principal diameters, ib.1.51. II belonging to ἀρχαί 11.6, Dam.Pr. 130,344. III primal, original, γένεσις Phld.D.3.14; -κώτατον αἴτιον S.E.M.9.5. Adv. -κῶς ib.1.46. 2 ἀ. σχῆμα ποιήσεως in which the poet commences with an invocation of the Muses, Zeus, etc., Anon.Fig.p.149S.
German (Pape)
[Seite 366] zum Herrschen, zur Herrschaft geeignet, gehörig, ἀνήρ Plat. Phaedr. 248 d; καὶ ἡγεμονικός Prot. 352 b; gleich ἱκανὸς ἄρχειν Xen. Mem. 1, 1, 7; vgl. An. 2, 6, 8 ff; πυθμήν, der Herrscherstamm, Aesch. Ch. 258; γένος, Herrschergeschlecht oder der zu den Aemtern befähigte Stand. Thuc. 2, 80; Plat. Rep. IV, 444 b; vgl. Isocr. 2, 24; – τὸ ἀρχικόν, Herrschertalent, Dion. Hal. 5, 71. – Auch herrschsüchtig, Isocr. 4, 67. – Adv. ἀρχικῶς, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχικός: -ή, -όν, (ἀρχὴ) ἡγεμονικός, βασιλικός, οὔτ’ ἀρχικός σοι πᾶς ὅδ’ αὐανθεὶς πυθμὴν βωμοῖς ἀρήξει Αἰσχύλ. Χο 260· γένος Θουκ. 2. 80. 2) ἐπὶ προσώπων, ἐπιτήδειος, κατάλληλος εἰς τὸ κυβερνᾶν, ἔμπειρος εἰς τὸ διοικεῖν, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1. 16, Πλάτ. Πρωτ. 352Β, κ. ἀλλ.: ὁ ὑπηρετήσας ὡς ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2774· μετὰ γεν., ὁ δυνάμενος νὰ κυβερνήσῃ νεὼς ἀρχικὸς Πλάτ. Πολ. 488D· φύσει ἀρχικὸν πατὴρ υἱῶν, καὶ πρόγονοι ἐκγόνων καὶ βασιλεῖς βασιλευομένων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 11, 2. 3) ὁ κυριεύων, ὁ πρῶτος, ὁ ἀνώτατος, ἡ ἀρχικωτάτη ἐπιστήμη, ἡ ἀνωτάτη ἐπιστήμη, δηλ. ἡ σοφία, ὁ αὐτ. Μεταφ. 1. 2, 7· τὴν ἀρχ. χώραν ἔχειν ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 6· ἀρχ. ἀρετή, ἀντίθετον τῷ ὑπηρετική, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 1. 13, 9, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ πρῶτος πάντων, ὁ πρώτιστος, Ρήτορες (Walz) 8. 657: - Ἐπίρρ. ἀρχικῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 46, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l’autorité ou le chef : ἀρχικὸς πυθμήν ESCHL souche royale ; ἀρχικὸν γένος THC race royale;
2 propre à commander, gén..
Étymologie: ἀρχή.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1ref. al linaje regio, real πυθμήν A.Ch.260, γένος Th.2.80, cf. PTeb.788.22 (II a.C.)
•de magistrados πατρὸς καὶ προγόνων ἀρχικῶν CIG 2774.5 (Afrodisias), θυγάτηρ ἀνδρὸς δεκαπρώτου καὶ ἀρχικοῦ hija de varón decenviro y magistrado, IG 12(7).239.13 (Amorgos II/III d.C.), cf. IM 193.3 (III d.C.).
2 idóneo para el mando, rector ἀ. γένος clase rectora Pl.R.444b, pred. τοιοῦτόν τι ... οὐδ' ἀρχικὸν εἶναι (es opinión general) que eso (la ciencia) no vale para gobernar Pl.Prt.352b, cf. Lg.689a, 942e, ἡ (ἀρετὴ) ἀρχική Arist.Pol.1277a28, cf. 1260a23, τὸ γὰρ ἐπιτάττειν ἀρχικώτερόν ἐστι el ordenar es más propio del mando Arist.Pol.1299a27, cf. 1277b18, ἀ. ἐπιστασία la autoridad del mando Chrysipp.Stoic.3.158, cf. Ph.2.19, Plu.2.878a
•en sent. muy abstr. ἡ ἄνω ἀρχικωτέρα καὶ κινεῖ el (poder) superior es más dominante y mueve Arist.de An.434a15
•gener. de pers. capacitado para el mando, con condiciones de mando βασιλεύς Pl.Phdr.248d, cf. X.An.2.6.8, Plu.2.221e
•gram. ἀρχικὰ ῥήματα verbos de mandato A.D.Synt.292
•subst. ὁ ἀ.: τουτέστιν ὁ εἰδὼς ἄρχειν Chrysipp.Stoic.3.159, οἱ ἀρχικοί las potestades de jerarquías celestes caldeas, Dam.in Prm.130, cf. 341.
3 dominante, autoritario ἔστιν γὰρ ἀρχικώτατα μὲν τῶν γενῶν καὶ μεγίστας δυναστείας ἔχοντα Σκύθαι καὶ Θρᾷκες καὶ Πέρσαι Isoc.4.67, θυμὸς ἀ. Arist.Pol.1328a7
•c. gen. rector, gobernante νεὼς del timonel, Pl.R.488d, τί ἀ. ἀνθρώπων; ¿qué cosa es el gobernante de hombres? X.Mem.1.1.16, ὁ νοῦς ἀ. ἐστι τοῦ λόγου Plu.2.5e
•gener. subst. τὸ ἀρχικόν principio de autoridad φύσει ἀρχικὸν πατὴρ υἱῶν por naturaleza el padre es la autoridad para los hijos Arist.EN 1171a18
•don de mando, autoridad D.H.5.71, τοῦ τε πάνυ ἀρχικοῦ ... ὑφῆκε descendió de su actitud demasiado autoritaria D.C.36.6, τὸ θεοειδῶς ἀρχικόν de ángeles y arcángeles, Dion.Ar.CH M.3.257B
•en plu. τὰ ἀ. cuestiones de gobierno τὰ πολιτικὰ καὶ τὰ ἀρχικὰ ἐδιδάσκετο D.C.45.2.8
•neutr. compar. como adv. con más autoridad ἀρχικώτερον Θεοφίλου παρῆλθε Socr.Sch.HE 7.7.4.
4 en Roma curul δίφρος D.C.43.14.5, στολή D.C.37.21.4, ἐσθής D.C.43.48.2
•imperial ὀνόματα ἀρχικά títulos imperiales D.C.59.3.1.
5 oficial δικαστήριον Chor.Or.32.30, ἀρχικὰ πράγματα asuntos oficiales, protocolo oficial D.C.29.2.
II 1que va en cabeza, principal, fundamental, importante τοῦ δ' ὄπισθεν τὸ πρόσθεν ἀρχικώτερον (considerar) la parte de delante más importante que la de atrás (en el cuerpo humano) Pl.Ti.44a, ἡ τῆς καρδίας θέσις ἀρχικὴν χώραν ἔχει Arist.PA 665b18, ἐπιστήμη Arist.Metaph.982a16, b4.
2 mat. principal ἁ BZ ... ἀρχικά ἐστι τᾶς τομᾶς el (diámetro) BZ es el eje del segmento Archim.Aequil.2.10, cf. Apollon.Perg.Con.1.51, σχήματα Procl.in Euc.74.12.
III 1primitivo, antiguo γένησις de la lengua Phld.D.3.14.18, αἴτιον S.E.M.9.5.
2 inicial σχῆμα ποιήσεως del comienzo de un poema, Anon.Fig.p.149.
IV adv. -ῶς
1 autoritariamente, con autoridad ἔχοντες Lib.Or.11.148, Chrys.M.60.34
•con autoridad civil βουλόμεθα γὰρ ἱερατικῶς τε καὶ ἀ. ταῦτα φυλαττόμενα μένειν Iust.Nou.58.
2 principalmente Dion.Ar.CN M.3.257B, C.
3 antiguamente, en principio γεωμετρία ἔσπακε μὲν τὴν κλῆσιν ἀ. ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν γῆν καταμετρήσεως S.E.M.1.46.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀρχικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται στην αρχή, ο πρώτος
αρχ.
1. ο ηγεμονικός, αυτός που ανήκει στον άρχοντα
2. ο κατάλληλος για να κυβερνά
3. ο φίλαρχος, ο αρχομανής
4. ο ανώτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή ή < αρχός].
Greek Monotonic
ἀρχικός: -ή, -όν (ἀρχή)·
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αρχή, εξουσία, βασιλικός, σε Αισχύλ., Θουκ.
2. λέγεται για πρόσωπα, κατάλληλος για να κυβερνήσει, επιδέξιος στη διακυβέρνηση ή στη διοίκηση, σε Ξεν., Πλάτ.· με γεν., αυτός που μπορεί να κυβερνήσει, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχικός: 1) царственный (πυθμήν Aesch.);
2) царствующий, правящий (γένος Thuc., Plat.): ἄνθρωπος ἀ. Xen. государственный деятель;
3) умеющий управлять (ἀνήρ Plat., Plut.);
4) высший, главный, руководящий (τινος Plat., Arst.; ἡ ἀρχικωτάτη ἐπιστήμη Arst.; δυνάμεις Plut.);
5) властолюбивый (ἀρχικώτατα τῶν γενῶν Isocr.).
Middle Liddell
ἀρχή
1. of or for rule, royal, Aesch., Thuc.
2. of persons, fit for rule, skilled in government or command, Xen., Plat.: c. gen. having command of, Arist.