δεσμώτης: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(1b)
(1a)
Line 39: Line 39:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δεσμώτης:''' ου adj. m связанный, скованный, пленный Aesch., Soph.<br />ου ὁ узник, пленник Her., Thuc., Plut.
|elrutext='''δεσμώτης:''' ου adj. m связанный, скованный, пленный Aesch., Soph.<br />ου ὁ узник, пленник Her., Thuc., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δεσμόω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[prisoner]], [[captive]], Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">II.</b> as adj. in chains, [[fettered]], Aesch., fem. [[δεσμῶτις]], Soph.
}}
}}

Revision as of 20:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσμώτης Medium diacritics: δεσμώτης Low diacritics: δεσμώτης Capitals: ΔΕΣΜΩΤΗΣ
Transliteration A: desmṓtēs Transliteration B: desmōtēs Transliteration C: desmotis Beta Code: desmw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A prisoner, captive, Hdt.3.143, Th.5.35, etc.:—fem. δεσμ-ῶτις, Hld.8.8: metaph. of the soul, Ph.1.289.    II as Adj., in chains, fettered, A.Pr.119 (the play is called Προμηθεὺς δ.): fem. δεσμῶτις ποίμνη S.Aj.234 (lyr.); Μελανίππη δ., name of a play by E.    III gaoler, Cratin.189.

German (Pape)

[Seite 551] ὁ, der Gefangene, θεός Aesch. Prom. 119; Soph. Ai. 105; gew. als subst., Her. 3, 143; Thuc. 5, 35 u. Folgde. – Cratin. soll es nach Suid. aktive für Gefangenwärter gebraucht haben.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμώτης: -ου, ὁ, δέσμιος, αἰχμάλωτος, Ἡρόδ. 3. 143, καὶ Ἀττ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = ἐν δεσμοῖς ὤν, δεσμευμένος, Αἰσχύλ. Πρ. 119 (ἡ τραγῳδία καλεῖται Προμηθεὺς δ.)· οὕτως ἐν τῷ θηλ. δεσμῶτις ποίμνη Σοφ. Αἴ. 234· Μελανίππη δ., ὄνομα δράματος τοῦ Εὐρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui est dans les fers, enchaîné ; en gén. prisonnier, captif.
Étymologie: δεσμόω.

Spanish (DGE)

-ου
I 1encadenado Προμηθεὺς δ. Prometeo encadenado A.Pr.tít., cf. Ach.Tat.3.6.3, Hld.8.13.3, Eun.VS 483
como pred. ὁρᾶτε δεσμώτην με A.Pr.119, δ. ἔσω θακεῖ S.Ai.105, cf. Hld.8.17.2, 9.2.1
atado ἀλεκτόρισκος Babr.97.8, (ὄνος) παρὰ φάτναισι Babr.129.8.
2 censurado, sancionado con censura eclesiástica οὐδένα γὰρ βουλόμεθα εἶναι δεσμώτην παρ' ἡμῖν Chrys.M.63.45.
II subst. ὁ δ.
1 prisionero op. ἐλεύθερος Hdt.3.143, Ach.Tat.8.8.4, op. αὐτόμολος Plu.Flam.18, τοὺς Ἀθηναίων δεσμώτας παραδοῦναι Th.5.39, cf. 35, Cratin.201, Pl.R.514b, 515a, D.24.208, X.HG 5.4.8, PSI 423.3 (III a.C.), LXX Ge.39.20, Ie.24.1, Ba.1.9, D.S.11.25, Charito 4.2.2, 8.8.2, I.AI 2.61, Act.Ap.27.1, Ach.Tat.7.1.3, D.Chr.4.67, 14.22, Vett.Val.200.8, Hld.7.12.2, ref. a Eros AP 16.195 (Satyr.), δεσμῶται ἐπ' ἀδείᾳ prisioneros en libertad D.C.Epit.9.2.3
fig. prisionero del mal, Plot.1.8.15.
2 carcelero δ. δὲ λέγεται καὶ αὐτὸς ὁ δέσμιος ... καὶ ὁ δεσμῶν Sch.S.Ai.105aCh., dud. en D.Chr.30.22.

English (Strong)

from the same as δεσμωτήριον; (passively) a captive: prisoner.

English (Thayer)

δεσμώτου, ὁ, one bound, a prisoner: Herodotus, Aeschylus, Sophocles, Thucydides, subsequent writers)

Greek Monolingual

ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM δεσμώτης, ο
θηλ. δεσμῶτις, η)
φυλακισμένος
νεοελλ.
αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή κάτι, δέσμιοςδεσμώτης του έρωτα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα δεσμώτης, δεσμωτήριον, δέσμωμα είναι παράγωγα του δεσμός, παρεκτεταμένα με -ω-. Δεν πρόκειται για παράγωγα ρήματος σε -όω, του δεσμόω, -ώ, το οποίο είναι μεταγενέστερο].

Greek Monotonic

δεσμώτης: -ου, ὁ (δεσμόω),
I. φυλακισμένος, αιχμάλωτος, σε Ηρόδ., Αττ.
II. ως επίθ., αλυσοδεμένος, σιδηροδέσμιος, δεσμευμένος, σε Αισχύλ.· θηλ. δεσμῶτις, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεσμώτης -ου, ὁ [δεσμός] gevangene; als adj. vastgebonden, geketend, gevangen.

Russian (Dvoretsky)

δεσμώτης: ου adj. m связанный, скованный, пленный Aesch., Soph.
ου ὁ узник, пленник Her., Thuc., Plut.

Middle Liddell

δεσμόω
I. a prisoner, captive, Hdt., attic
II. as adj. in chains, fettered, Aesch., fem. δεσμῶτις, Soph.