ἐνέδρα: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(2) |
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνέδρα:''' ἡ<b class="num">1)</b> засада (ἐνέδραν ποιεῖσθαι Thuc., κατασκευάζειν Xen. или τιθέναι Diod., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> отряд, находящийся в засаде (ἐξανιστάναι τὴν ἐνέδραν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> козни ([[δόλος]] καὶ ἐ. Plat.; πολλὰς ὑφιέναι ἐνέδρας Plut.). | |elrutext='''ἐνέδρα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> засада (ἐνέδραν ποιεῖσθαι Thuc., κατασκευάζειν Xen. или τιθέναι Diod., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> отряд, находящийся в засаде (ἐξανιστάναι τὴν ἐνέδραν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> козни ([[δόλος]] καὶ ἐ. Plat.; πολλὰς ὑφιέναι ἐνέδρας Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:13, 4 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A sitting in: hence, lying in wait, ambush, Th.5.56 (pl.), etc.; ἐ. ποιεῖσθαι Id.3.90; ἐνέδραι κατασκευάζονται X.Eq.Mag.4.10; ἐνέδραν τιθέναι D.S.19.108; θέσθαι Plu.Rom.23; εἰς ἐ. ἐμπίπτειν X. Cyr.8.5.14; ἐκ τῆς ἐ. ἀνίστασθαι ib.5.4.4; θέειν ἐκ τῆς ἐ. Th.4.67. b men laid in ambush, τὴν ἐ. ἐζανιστάναι X.HG4.8.37. 2 metaph., trickery, treachery, δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης Pl.Lg.908d, cf. D.19.77; ἐνέδρας ἕνεκα Antiph.124.7; ἐξ ἐνέδρας, opp. φανερῶς, Ph.2.422; μετ' ἐνέδρας App.BC1.30, cf. Archig.ap Orib.8.2.20. II position, ναρθήκων Hp.Fract.16,27. III delay, περί τι POxy.62.10 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 836] ἡ, 1) das Daraufsitzen, Daraufliegen, ναρθήκων Hippocr. – 2) das Einliegen, der Hinterhalt, u. übh. Nachstellung, Hinterlist, Thuc. 5, 56 u. öfter, wie Folgde; δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης Plat. Legg. X, 908 d; ἐνέδραν ποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, θέσθαι τινί; Thuc. u. Folgde; – der Ort des Hinterhalts selbst, ἀνίστανται ἐκ τῆς ἐνέδρας Xen., wie auch die in den Hinterhalt gelegten Soldaten, ἐξανίστησι τὴν ἐνέδραν Hell. 4, 8, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνέδρα: ἡ, τὸ ἐνεδρεύειν, ἐνέδρα, κοιν. «καρτέρι», Λατ. insidiae, Θουκ. 5. 56, κτλ.· ἐν ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 3. 90· κατασκευάζειν Ξεν. Ἱππαρχ 4. 10· τιθέναι Διόδ. 19. 108· θέσθαι Πλουτ. Ρωμ. 23· εἰς ἐν. ἐμπίπτειν Ξεν. Κύρ. 8. 5, 14· ἐκ τῆς ἐν. ἀνίστασθαι αὐτόθι 5. 4, 4· θέειν ἐκ τῆς ἐν Θουκ. 4. 67. β) οἱ ἐνεδρεύοντες, τὴν ἐν. ἐξανιστάναι Ξεν. Ἑλλην. 4. 8, 37. 2) μεταφ., προδοσία, ἀπιστία, Πλάτ. Νόμ. 908D· ἐνέδρας δ’ ἕνεκα Ἀντιφάν. ἐν «Κνοιθιδεῖ» 1.7· μετ’ ἐνέδρας Ἀππ. Ἐμφύλ. 1, 30. ΙΙ. θέσις, ναρθήκων Ἱππ. 764, 768. ΙΙΙ. ὑποστάθμη, «καταπάτι», Σοφ. Ἀποσπ. 644.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de poster dans ; embuscade, guet-apens ; p. suite
1 lieu où l’on dresse une embuscade;
2 troupe en embuscade.
Étymologie: ἐν, ἕδρα.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -η Hp.Fract.31
I medic.
1 colocación, aplicación c. gen. τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας χρὴ φυλάσσεσθαι Hp.Fract.16, cf. 27.
2 concr. punto de apoyo, base c. dat. χρὴ ... ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιήσασθαι conviene hacerse una base firme para la palanca Hp.Fract.31.
3 como patología fístula anal Meges en Orib.44.21.1.
II cont. milit. y bélico
1 celada, emboscada ἐνέδραν ποιεῖσθαι, ἐνέδραν θέσθαι tender una emboscada a veces c. dat. φυλαὶ ... ἐνέδραν πεποιημέναι τοῖς ἀπὸ τῶν νεῶν Th.3.90, cf. Palaeph.1, Plu.Rom.23, τοῖς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται se preparan emboscadas a los enemigos X.Eq.Mag.4.10, cf. Cyr.8.5.14, Aen.Tact.15.9, Polyaen.5.22.4, Hdn.8.1.1, εἰς ἐνέδρας ὑπάγειν atraer a una emboscada X.Eq.Mag.4.12, cf. Aen.Tact.15.9, ἐνέδραις ἐμπίπτειν caer en una emboscada X.Eq.Mag.8.20, cf. Plb.4.59.3, ἐνέδρας φοβούμενον πολεμίων Aen.Tact.15.7, cf. Onas.6.7, ἐνέδρας πολλὰς ... τίθησιν I.AI 6.135, ἐνέδραι δὲ καὶ καταδρομαί op. μάχη ‘lucha organizada’, Th.5.56, fig. ἐγκαθῆσθαι ἐνέδρᾳ μετὰ πλουσίων ἐν ἀποκρύφοις apostarse en escondites emboscado entre los ricos ref. al impío, LXX Ps.9.29
•emboscada como equiv. de los emboscados ἐξανίστησι τὴν ἐνέδραν lanza la emboscada X.HG 4.8.37, en cont. ritual en el culto de Dioniso IEphesos 106 (IV/III a.C.).
2 concr. lugar de acecho, emboscadura, escondite ἔθεον δρόμῳ ἐκ τῆς ἐνέδρας Th.4.67, ἀνίστανται ἐκ τῆς ἐνέδρας X.Cyr.5.4.4, cf. D.S.19.108, ἐπορεύθησαν εἰς τὴν ἐνέδραν LXX Io.8.9, τὸν ἐπ[ὶ] τὰς ναῦς [ἀ] πὸ τῆς ἐνέδρας ἐκτρέπ[ο] ντα Phld.Hom.34.17, οἱ μὲν ἐκ τῶν ἐνεδρῶν ἐπιφανέντες Polyaen.5.22.4, cf. Hsch.
•ref. la caza ἐξ ἐνέδρας δὲ ἀγρεύοντες Ar.Byz.Epit.2.51.
III fig.
1 insidia, asechanza, trampa δόλου δὲ καὶ ἐνέδρας πλήρης Pl.Lg.908d, αἰσθόμενοι τὴν ἐνέδραν D.19.77, cf. Antiph.122.7, Chor.Decl.1.46, ἐπὶ τὴν ἐνέδραν αὐτοὺς ἄγειν hacerles caer en la trampa Archig. en Orib.8.2.19, ἐν ταῖς ἐνέδραις ἐμπίπτειν Aesop.205.3, ἐξ ὀνειδισμῶν καὶ ἐνέδρας ... ἀναγόμενοι Vett.Val.70.26, cf. 371.31, ὅσα ... διὰ πάσης ἐνέδρας ἐπεβούλευσέ μοι Hdn.4.5.4, ἐπ' ἐνέδρας para tender una trampa Harp.s.u. βουλεύσεως, c. gen. subjet. de aquello en lo que consiste la trampa ἐπ' ἐνέδρᾳ τῶν λάθρ[ᾳ με] νόντων Diog.Oen.23.4, ἐπ' ἐνέδρᾳ τῆς περὶ μείζονα πίστιν ἀρνήσεως Chrysipp.Stoic.3.138, τῆς φαρμακείας ἐ. Gal.14.602, c. gen. subjet. de quien tiende la trampa προορῶν τὰς ἐνέδρας τοῦ διαβόλου Ign.Tr.8.1, cf. Phil.6.2, κατ' ἐνέδραν τοῦ σατανᾶ ... κατεψεύσαντο ἡμῶν A.Mart.5.14
•ἐξ ἐνέδρας con engaño, insidiosamente op. φανερῶς ‘a las claras’ προεπιχειροῦσι καιροφυλακοῦντες ... ἐξ ἐνέδρας Ph.2.422, μετ' ἐνέδρας App.BC 1.30.
2 engaño, fraude ἀλλοτρίων θῆραι θανάτων καὶ ἐνέδραι διαθηκῶν capturas de muertes ajenas y fraudes en los testamentos Longin.44.9, ἵνα μὴ ... ἐ. περὶ τὴν ἐμβολὴν γένηται POxy.62.10 (III d.C.), ὑπὲρ τοῦ ... μὴ ἐνέδραν ἐπακολουθῆναι περί ... POxy.1428.5 (IV d.C.), cf. 1455.12 (III d.C.).
English (Strong)
feminine from ἐν and the base of ἑδραῖος; an ambuscade, i.e. (figuratively) murderous purpose: lay wait. See also ἔνεδρον.
Greek Monolingual
η (AM ἐνέδρα)
1. παραφύλαξη, καρτέρι («ἅμα δὲ τοῑς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται», Ξεν.)
2. απάτη, επιβουλή («δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης», Πλάτ.)
αρχ.
1. θέση, τοποθέτηση σ' ένα τόπο («τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.)
2. τα πρόσωπα που ενεδρεύουν
3. στάση σε τόπο ή για ένα χρονικό διάστημα, χρονοτριβή.
Greek Monotonic
ἐνέδρα: ἡ, καρτέρι, ενέδρα, παραφύλαξη·
1. στήσιμο ενέδρας, παγίδα, σε Θουκ., Ξεν.
2. αυτοί που ενεδρεύουν, που παραμονεύουν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνέδρα: ἡ
1) засада (ἐνέδραν ποιεῖσθαι Thuc., κατασκευάζειν Xen. или τιθέναι Diod., Plut.);
2) отряд, находящийся в засаде (ἐξανιστάναι τὴν ἐνέδραν Xen.);
3) козни (δόλος καὶ ἐ. Plat.; πολλὰς ὑφιέναι ἐνέδρας Plut.).