εὐρύχωρος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(2b)
(1ab)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐρύχωρος:''' широкий, обширный ([[πόρος]] Arst.; [[πεδίον]] Diod.; [[ὁδός]] NT).
|elrutext='''εὐρύχωρος:''' широкий, обширный ([[πόρος]] Arst.; [[πεδίον]] Diod.; [[ὁδός]] NT).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐρύ-χωρος, ον [[χώρα]]<br />[[roomy]], [[wide]], Arist.
}}
}}

Revision as of 22:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠχωρος Medium diacritics: εὐρύχωρος Low diacritics: ευρύχωρος Capitals: ΕΥΡΥΧΩΡΟΣ
Transliteration A: eurýchōros Transliteration B: eurychōros Transliteration C: evrychoros Beta Code: eu)ru/xwros

English (LSJ)

ον,

   A roomy, wide, Arist.PA675b27; πεδίον D.S.19.84; ναῦς Max. Tyr.1.3; τὰ εὐ. wide spaces, Aen. Tact.2.2, Ph.Bel.92.47.

German (Pape)

[Seite 1096] von weitem Raum od. Umfang, geräumig, πόλις, πεδίον u. ä., Arist. H. A. 10, 5 u. Sp., wie D. Sic. 19, 84; LXX. oft.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύχωρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 5, 12, Διόδ. 19. 84.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au vaste emplacement, vaste, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, χώρα.

English (Strong)

from eurus (wide) and χώρα; spacious: broad.

English (Thayer)

εὐρύχωρον (εὐρύς broad, and χώρα), spacious, broad: Sept.; Aristotle, h. anim. 10,5 (p. 637a, 32); Diodorus 19,84; Josephus, Antiquities 1,18, 2; (8,5, 3; contra Apion 1,18, 2).)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύχωρος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ χώρο, μεγάλη έκταση, ο εκτεταμένος
αρχ.
αυτός στον οποίο άνετα χωράει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χωρος (< χώρος), πρβλ. απλό-χωρος, στενό-χωρος].

Greek Monotonic

εὐρύχωρος: -ον (χώρα), φαρδύς, πλατύς, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύχωρος: широкий, обширный (πόρος Arst.; πεδίον Diod.; ὁδός NT).

Middle Liddell

εὐρύ-χωρος, ον χώρα
roomy, wide, Arist.