ἡσυχάζω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(2b)
(1ab)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡσῠχάζω:''' (fut. ἡσυχάσω и ἡσυχάσομαι, aor. ἡσύχασα)<br /><b class="num">1)</b> оставаться спокойным, находиться в состоянии покоя (ἡ. καὶ ἀκινητίζειν Arst.): οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον Xen. противник не проявлял никакой деятельности; σὺ δ᾽ ἡσύχαζε Aesch. не беспокойся или успокойся; ἡ [[ἀπορία]] τοῦ μὴ ἡ. καὶ ἡ [[ἀγρυπνία]] Thuc. мучительное беспокойство и бессонница; τό ἡσυχάζον τῆς νυκτός Thuc. ночной отдых;<br /><b class="num">2)</b> жить спокойно, наслаждаться миром (ἡ Ἑλλὰς μὴ ἡσυχάσασα Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> не прекращать, упорно продолжать (ἐπὶ τῆς πολιορκίας Plut.);<br /><b class="num">4)</b> прекращаться: ὁ ἡσυχάζων [[λόγος]] Diog. L. покоящееся умозаключение (по Хрисиппу, род сорита, развитие которого в бесконечность приостановлено);<br /><b class="num">5)</b> отдыхать, воздерживаться от труда (τὸ [[σάββατον]] NT);<br /><b class="num">6)</b> молчать Eur.: εἶπεν λέγων …; Οἱ δὲ ἡσύχασαν NT он спросил: …? - Они же молчали;<br /><b class="num">7)</b> приводить в состояние покоя, успокаивать (τὼ [[δύο]] εἴδη, sc. τῆς ψυχῆς Plat.).
|elrutext='''ἡσῠχάζω:''' (fut. ἡσυχάσω и ἡσυχάσομαι, aor. ἡσύχασα)<br /><b class="num">1)</b> оставаться спокойным, находиться в состоянии покоя (ἡ. καὶ ἀκινητίζειν Arst.): οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον Xen. противник не проявлял никакой деятельности; σὺ δ᾽ ἡσύχαζε Aesch. не беспокойся или успокойся; ἡ [[ἀπορία]] τοῦ μὴ ἡ. καὶ ἡ [[ἀγρυπνία]] Thuc. мучительное беспокойство и бессонница; τό ἡσυχάζον τῆς νυκτός Thuc. ночной отдых;<br /><b class="num">2)</b> жить спокойно, наслаждаться миром (ἡ Ἑλλὰς μὴ ἡσυχάσασα Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> не прекращать, упорно продолжать (ἐπὶ τῆς πολιορκίας Plut.);<br /><b class="num">4)</b> прекращаться: ὁ ἡσυχάζων [[λόγος]] Diog. L. покоящееся умозаключение (по Хрисиппу, род сорита, развитие которого в бесконечность приостановлено);<br /><b class="num">5)</b> отдыхать, воздерживаться от труда (τὸ [[σάββατον]] NT);<br /><b class="num">6)</b> молчать Eur.: εἶπεν λέγων …; Οἱ δὲ ἡσύχασαν NT он спросил: …? - Они же молчали;<br /><b class="num">7)</b> приводить в состояние покоя, успокаивать (τὼ [[δύο]] εἴδη, sc. τῆς ψυχῆς Plat.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡσῠχάζω, [[ἥσυχος]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[still]], [[keep]] [[quiet]], be at [[rest]], Aesch.; ἡ [[ἀπορία]] τοῦ μὴ ἡσυχάζειν the [[difficulty]] of [[finding]] [[rest]], Thuc.:—often in [[part]]., ἡσυχάζων [[προσμένω]] Soph.; ἡσυχάσασα by resting from war, Thuc.; τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός the [[dead]] of [[night]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> Causal in aor1, to make [[still]], lay to [[rest]], Plat.
}}
}}

Revision as of 23:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχάζω Medium diacritics: ἡσυχάζω Low diacritics: ησυχάζω Capitals: ΗΣΥΧΑΖΩ
Transliteration A: hēsycházō Transliteration B: hēsychazō Transliteration C: isychazo Beta Code: h(suxa/zw

English (LSJ)

fut.

   A -άσω Th.2.84, AP5.132 (Maec.), -άσομαι Luc. Gall.1: aor. ἡσύχᾰσα Th.1.12: (ἥσυχος):—keep quiet, be at rest, σὺ δ' ἡσύχαζε A.Pr.329, cf. 346; ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν the difficulty of finding rest, Th.2.49; οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον X.An.5.4.16; ἀνάγκη τὸ ἡσυχάζον ἑστάναι Pl.Prm.162e; τοὺς [νόμους] οὐκ ἐῶν ἡσυχάζειν ἐν τιμωρίαις Luc.Abd.19; ἡ. πρὸς μίαν θύρην, of a lover, AP5.166 (Asclep.); ὁ διαλεκτικὸς ἡσυχάσει S.E.P.2.239: freq. in part., ἡσυχάζων προσμενῶ S.OT620, cf. E.Or.134; ὥστε μὴ ἡσυχάσασα αὐξηθῆναι by resting from war, Th.1.12; ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν ib.49; μόλις ἡσυχάσαντες Id.8.86; ἡσυχάζουσαν ἔχων τὴν διάνοιαν Isoc.5.24; τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός the dead of night, Th.7.83; ἡ. ἀπό τινος keep away from... AP5.132 (Maec.): c. dat., suspend work on, PFay.117.23 (ii A.D.); ἀλλ' ἡσύχαζε only be tranquil, calm thyself, E.HF98, IA 973.    b ὁ -άζων, with or without λόγος, a fallacy, Chrysipp.Stoic. 2.8 (pl.), Gell.1.2.4 (pl.).    II trans., bring to rest, ἡσυχάσας τὼ δύο εἴδη, τὸ τρίτον δὲ κινήσας Pl.R.572a.    b abs., impose silence, D.C.69.6.    2 leave unspoken, ἃ χρὴ λέγειν Ph.1.254, cf. 2.268; τὰς ἀπειλάς J.AJ7.7.3.    III Pass. in impers. sense, ἡσυχάζεται ἐπὶ τῆς γῆς there is quiet, LXXJb.37.17.

German (Pape)

[Seite 1178] ἡσυχάσω, Thuc. 2, 84, ἡσυχάσομαι Luc. Gall. 1; ruhig machen; ἡσυχάσας τὰ δύο εἴδη, im Ggstz von κινήσας, Plat. Rep. IX, 572 a. – Gew. intrans., ruhen, εἰ δ' ἡσυχάζων προσμενῶ Soph. O. R. 620; vom Schlafenden, Eur. Or. 134; τὸ δὲ ἡσυχάζον ἑστάναι ἀνάγκη Plat. Parm. 162 e; μόλις ἡσυχάσαντες, nachdem sie sich mit Mühe hatten beruhigen lassen, Thuc. 8, 86, der auch den Theil der Nacht, wo Alles ruht, τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός nennt, 7, 83; Ggstz von πολεμεῖν 1, 120; ἡσυχάζουσαν διάνοιαν ἔχειν Isocr. 5, 24; Sp., wie Philo; oft = schweigen, σὺ δ' ἡσύχαζε μηδ' ἄγαν λαβροστόμει Aesch. Prom. 327; Eur. Med. 80; bes. Sp., Luc. Gall. 1; S. Emp. pyrrh. 2, 240 u. öfter; ἐπί τινος, bei Etwas verharren, Plut. Dion. 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσῠχάζω: μέλλ. -άσω, Θουκ. 2. 84, -άσομαι Λουκ. Ἀλεκτρ. 1· ἀόρ. ἡσύχᾰσα· (ἥσυχος). Εἶμαι ἥσυχος, διαμένω ἥσυχος, ἀναπαύομαι, ἀκινητῶ, σὺ δ’ ἡσύχαζε Αἰσχύλ. Πρ. 327, 344· ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, ἡ στέρησις, ἡ ἔλλειψις ἀναπαύσεως, Θουκ. 2. 49· οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον Ξεν. Ἀν. 5.4, 16· τοὺς νόμους οὐκ ἐῶν ἡσυχάζειν ἐν τιμωρίαις Λουκ. Ἀποκηρ. 19· ἡσ. πρὸς θύραν, ἐπὶ ἐραστοῦ, Ἀνθ. Π. 5. 167· - συχνὸν κατὰ μετοχ., ἡσυχάζων προσμένω Σοφ. Ο. Τ. 620, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 134· ὥστε μὴ ἡσυχάσασα αὐξηθῆναι, ἀναπαυθεῖσα ἐκ τῶν πολέμων, Θουκ. 1. 12· ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν ὁ αὐτ. 1. 49· μόλις ἡσυχάσαντες ὁ αὐτ. 8. 86· ἡσυχάζουσαν τὴν διάνοιαν ἔχειν Ἰσοκρ. 87Β· τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός, τὸ ἡσυχώτατον σημεῖον τῆς νυκτὸς (τὸ μεσονύκτιον), Θουκ. 7. 83· - ἡσ. ἀπό τινος, ἀπέχομαι ἀπὸ …, Ἀνθ. Π. 5, 133· - ἀλλ’ ἡσύχαζε, μόνον ἔσο ἥσυχος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 98. Ι. Α. 973. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας ἐν τῷ ἀορ. α΄, κάμνω τινὰ νὰ ἡσυχάσῃ, τὸν βάλλω νὰ ἀναπαυθῇ, ἀντίθ. τῷ κινέω, Πλάτ. Πολ. 572Α. - Παθ., ὡς ἀπρόσωπον, ἡσυχάζεται ἐπὶ τῆς γῆς, ὑπάρχει ἡσυχία, Ἑβδ. (Ἰὼβ λζ΄, 16). - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 296.

French (Bailly abrégé)

f. ἡσυχάσω ou ἡσυχάσομαι, ao. ἡσύχασα, pf. inus.
1 se tenir tranquille ou immobile : οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον XÉN l’ennemi ne bougeait pas ; ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν THC les navires restant immobiles;
2 se tenir en repos : τὸ ἡσύχαζον τῆς νυκτός THC le repos de la nuit;
3 être tranquille, vivre en paix;
4 demeurer silencieux, garder le silence.
Étymologie: ἥσυχος.

English (Strong)

from the same as ἡσύχιος; to keep still (intransitively), i.e. refrain from labor, meddlesomeness or speech: cease, hold peace, be quiet, rest.

English (Thayer)

1st aorist ἡσύχασα; (ἥσυχος (equivalent to ἡσύχιος)); as in Greek writings from Aeschylus down, to keep quiet, i. e.
a. to rest, to cease from labor: to lead a quiet life, said of those who are not running hither and thither, but stay at home and mind their business: to be silent, i. e. to say nothing, hold one's peace: ἡσύχασαν καί οὐχ εὕροσαν λόγον, SYNONYMS: ἡσυχάζειν, σιγᾶν, σιωπαν: ἡσσυχάζειν describes a quiet condition in the general, inclusive of silence; σιγᾶν describes a mental condition and its manifestation, especially in speechlessness (silence from fear, grief, awe, etc.); σιωπαν, the more external and physical term, denotes abstinence from speech, especially as antithetic to loquacity. Schmidt i., chapter 9; iv., chapter 175.]

Greek Monolingual

και συχάζω (AM ἡσυχάζω)
Ι. (αμτβ.)
1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ
2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῡ μὴ ἡσυχάζειν» — η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.)
3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι
4. παύω να ανησυχώ, ανακτώ τη διαταραγμένη ησυχία μου, καθησυχάζω, απαλλάσσομαι από φροντίδα
5. απαλλάσσομαι από κάποιον («πότε θα ησυχάσουμε απ' αυτόν»)
6. σιωπώ, καταπραΰνομαι, γαληνεύω («τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», Σολωμ.)
ΙΙ. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να ησυχάσει, του επιβάλλω σιωπή, τον καταπραΰνω, τον κατευνάζω
νεοελλ.
1. (αμτβ.) παύω να κινούμαι, να ενεργώ, να δημιουργώ αταξία και ταραχή («αν δεν ησυχάσεις, θα σε πετάξω έξω»)
2. απαλλάσσομαι από τα βάσανα της ζωής, πεθαίνω
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. (αμτβ.) ζω ως αναχωρητής, μονάζω
μσν.
(μτβ.) παύω, σταματώ κάτι
αρχ.
1. (μτβ.) επιβάλλω σιωπή, ησυχία
2. (το μέσ. απροσ.) ἡσυχάζεται
υπάρχει ησυχία («ἡσυχάζεται δὲ ἐπί τῆς γῆς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + κατάλ. -άζω (πρβλ. ερημ-άζω < έρημος)].

Greek Monotonic

ἡσῠχάζω: μέλ. -άσω, -άσομαι, αόρ. αʹ ἡσύχᾰσα (ἥσυχος
I. είμαι ήρεμος, παραμένω ατάραχος, ξεκουράζομαι, σε Αισχύλ.· ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, η δυσκολία του να βρεις ξεκούραση, ησυχία, σε Θουκ.· συχνά σε μτχ., ἡσυχάζων προσμένω, σε Σοφ.· ἡσυχάσασα, αυτή που αναπαύθηκε μέσω της διακοπής του πολέμου, σε Θουκ.· τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός, το πιο ήσυχο χρονικό σημείο της νύχτας, στον ίδ.
II. μτβ. ενεργείας στον αόρ. αʹ, κάνω κάποιον να ησυχάσει, τον βάζω να αναπαυθεί, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἡσῠχάζω: (fut. ἡσυχάσω и ἡσυχάσομαι, aor. ἡσύχασα)
1) оставаться спокойным, находиться в состоянии покоя (ἡ. καὶ ἀκινητίζειν Arst.): οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον Xen. противник не проявлял никакой деятельности; σὺ δ᾽ ἡσύχαζε Aesch. не беспокойся или успокойся; ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡ. καὶ ἡ ἀγρυπνία Thuc. мучительное беспокойство и бессонница; τό ἡσυχάζον τῆς νυκτός Thuc. ночной отдых;
2) жить спокойно, наслаждаться миром (ἡ Ἑλλὰς μὴ ἡσυχάσασα Thuc.);
3) не прекращать, упорно продолжать (ἐπὶ τῆς πολιορκίας Plut.);
4) прекращаться: ὁ ἡσυχάζων λόγος Diog. L. покоящееся умозаключение (по Хрисиппу, род сорита, развитие которого в бесконечность приостановлено);
5) отдыхать, воздерживаться от труда (τὸ σάββατον NT);
6) молчать Eur.: εἶπεν λέγων …; Οἱ δὲ ἡσύχασαν NT он спросил: …? - Они же молчали;
7) приводить в состояние покоя, успокаивать (τὼ δύο εἴδη, sc. τῆς ψυχῆς Plat.).

Middle Liddell

ἡσῠχάζω, ἥσυχος
I. to be still, keep quiet, be at rest, Aesch.; ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν the difficulty of finding rest, Thuc.:—often in part., ἡσυχάζων προσμένω Soph.; ἡσυχάσασα by resting from war, Thuc.; τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός the dead of night, Thuc.
II. Causal in aor1, to make still, lay to rest, Plat.