ἡσύχιος: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(2b) |
(1ab) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡσύχιος:''' дор. ἁσύχιος 2 (ᾱσῠ) спокойный, мирный, тихий ([[εἰράνα]] Pind.; [[βίος]] Plat., NT; [[ἦθος]] Plat., Arst.): ἡσύχιόν μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Hom. (Аполлон) вывел его (Агенора) с миром из боя; τρόπου ἡσυχίου εἶναι Her. обладать спокойным характером. | |elrutext='''ἡσύχιος:''' дор. ἁσύχιος 2 (ᾱσῠ) спокойный, мирный, тихий ([[εἰράνα]] Pind.; [[βίος]] Plat., NT; [[ἦθος]] Plat., Arst.): ἡσύχιόν μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Hom. (Аполлон) вывел его (Агенора) с миром из боя; τρόπου ἡσυχίου εἶναι Her. обладать спокойным характером. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[ἥσυχος]]<br />[[still]], [[quiet]], at [[rest]], at [[ease]], Il.; also in Prose, τρόπου ἡσυχίου of a [[quiet]] [[disposition]], Hdt.; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης Thuc. adv. -ίως, Hhymn. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:05, 9 January 2019
English (LSJ)
Dor. ἁσ- (v.l. ἡσ-), ον,= ἥσυχος,
A still, quiet, at rest, ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε Il.21.598; εἰρήνα Pi.P.9.22; also in Prose, τρόπον ἡ. of a quiet disposition, Hdt.1.107; οὐδ' ἡ. ὁ σώφρων βίος Pl.Chrm.160b; αἱ ἡ. πράξεις ib. c; τὸ ἡ. ἦθος Id.R.604e; οἱ ἡ. Antipho 3.2.1; τὸ ἡ. τῆς εἰρήνης (v.l. ἥσυχον) Th.1.120: Comp. -ώτερος more reposeful, Phld.Rh. 2.60S. Adv. -ίως h.Merc.438, Pl.Tht.179e.
German (Pape)
[Seite 1178] ον, = ἥσυχος; ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Il. 21, 598, ruhig, im Stillen; ἁσύχιος εἰράνα Pind. P. 9, 40. Auch bei Plat. = ruhig, bedächtig, im Ggstz von ταχύς u. ὀξύς, Charm. 159 d ff, καὶ φρόνιμον ἦθος Rep. X, 604 e; vgl. τρόπου ἡσυχίου ἐόντα Her. 1, 107; καὶ ἀπράγμων βίος Dem. 10, 70; Sp., τὸ ἡσύχιον καὶ σιωπηλόν Plut. Fab. Hax. 1; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης, die Ruhe des Friedens, Thuc. 1, 120. – Adv., ἡσυχίως ἀποκρίνασθαι Plat. Theaet. 179 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἡσύχιος: ῠ, Δωρ. ἁσύχ-, ον = ἥσυχος, ἡσύχιον δ’ ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε Ἰλ. Φ. 598· εἰράνα Πίνδ. Π. 9. 40· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, τρόπου ἡσυχίου Ἡρόδ. 1. 107· οὐδ’ ἡσ. ὁ σώφρων βίος Πλάτ. Χαρμ. 160Β· τὸ ἡσ. ἦθος ὁ αὐτ. Πολ. 604Ε· οἱ ἡσύχιοι Ἀντιφῶν 121. 12, Πλάτ. Χαρμ. 159Β· τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης Θουκ. 1. 120. - Ἐπίρρ. -ίως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 438, Πλάτ. Θεαιτ. 179Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
paisible, calme, tranquille ; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης THC le calme de la paix.
Étymologie: ἥσυχος.
English (Autenrieth)
in quiet, Il. 21.598†.
English (Slater)
ἡςῠχιος, -ον
1 restful ἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις (v. l. ἁσύχιον) (P. 9.22)
English (Strong)
a prolonged form of a compound probably of a derivative of the base of ἑδραῖος and perhaps ἔχω; properly, keeping one's seat (sedentary), i.e. (by implication) still (undisturbed, undisturbing): peaceable, quiet.
English (Thayer)
ἡσυχία, ἡσύχιον (perhaps akin to ἧμαι to sit, Latin sedatus; cf. Curtius, § 568; Vanicek, p. 77)); from Homer down; quiet, tranquil: βίος, Josephus, Antiquities 13,16, 1.
Greek Monolingual
ἡσύχιος και δωρ. τ. ἁσύχιος, -ον (Α)
1. ήσυχος, μη ταραχώδης
2. ήρεμος, σιωπηλός, γαλήνιος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἡσύχιον
η γαλήνη, η ηρεμία («το ἡσύχιον τῆς εἰρήνης», Θουκ.).
επίρρ...
ἡσυχίως
με τρόπο ήσυχο, ήρεμα, γαλήνια, σιωπηλά («ήσυχίως ἀποκρίνασθαι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παραλλ. τ. του ήσυχος].
Greek Monotonic
ἡσύχιος: [ῠ], Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = ἥσυχος, ήσυχος, ήρεμος, πράος, γαλήνιος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, στον πεζό λόγο, τρόπου ἡσυχίου, με ήσυχη διάθεση, σε Ηρόδ.· τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης, σε Θουκ.· επίρρ. -ίως, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἡσύχιος: дор. ἁσύχιος 2 (ᾱσῠ) спокойный, мирный, тихий (εἰράνα Pind.; βίος Plat., NT; ἦθος Plat., Arst.): ἡσύχιόν μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Hom. (Аполлон) вывел его (Агенора) с миром из боя; τρόπου ἡσυχίου εἶναι Her. обладать спокойным характером.
Middle Liddell
= ἥσυχος
still, quiet, at rest, at ease, Il.; also in Prose, τρόπου ἡσυχίου of a quiet disposition, Hdt.; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης Thuc. adv. -ίως, Hhymn.