ἱππόκαμπος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(2b)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippokampos
|Transliteration C=ippokampos
|Beta Code=i(ppo/kampos
|Beta Code=i(ppo/kampos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">monster with horse's body and fish's tail</b>, on which the sea-gods rode, <span class="bibl">Men.831</span>; ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱ. ἐν τῇ χειρί <span class="bibl">Str.8.7.2</span>, cf. <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>1.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> a small fish, <b class="b2">the sea-horse</b>, Dsc.2.3, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>14.20</span>, Gal.12.362.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">monster with horse's body and fish's tail</b>, on which the sea-gods rode, <span class="bibl">Men.831</span>; ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱ. ἐν τῇ χειρί <span class="bibl">Str.8.7.2</span>, cf. <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>1.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> a small fish, <b class="b2">the sea-horse</b>, Dsc.2.3, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>14.20</span>, Gal.12.362.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 23:45, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόκαμπος Medium diacritics: ἱππόκαμπος Low diacritics: ιππόκαμπος Capitals: ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ
Transliteration A: hippókampos Transliteration B: hippokampos Transliteration C: ippokampos Beta Code: i(ppo/kampos

English (LSJ)

ὁ,    A monster with horse's body and fish's tail, on which the sea-gods rode, Men.831; ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱ. ἐν τῇ χειρί Str.8.7.2, cf. Philostr.Im.1.8.    2 a small fish, the sea-horse, Dsc.2.3, Ael.NA14.20, Gal.12.362.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόκαμπος: ὁ, τέρας τι ἔχον σῶμα ἵππου καὶ οὐρὰν ἰχθύος ἐφ’ οὗ οἱ θαλάσσιοι θεοὶ ὠχοῦντο, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 211˙ ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱππ. ἐν τῇ χειρὶ Στράβ. 384, Φιλόστρ. 774. 2) μικρὸν θαλάσσιον ζῷον, ὁ θαλάσσιος ἵππος, Διοσκ. 2. 3, Αἰλ. π. Ζ. 14. 20, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cheval marin ou hippocampe, petit poisson de mer.
Étymologie: ἵππος, κάμπη.

Greek Monolingual

ο (Α ἱππόκαμπος, ὁ και μτγν
τ.ἱπποκάμπη, ἡ)
μυθικό θαλάσσιο τέρας που είχε σώμα και μπροστινά πόδια αλόγου και ουρά ψαριού ή φιδιού και πάνω στο οποίο ίππευαν οι θαλάσσιοι θεοί
νεοελλ.
1. ζωολ.
γένος ψαριών της οικογένειας συγναθίδες, κν. αλογάκι της θάλασσας
2. ανατ. περιελιγμένη δομή του εγκεφάλου τών θηλαστικών
αρχ.
είδος μικρού ψαριού, ίσως το ίδιο με το κν. αλογάκι της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κάμπη (ΙΙ) (μυθικό θαλάσσιο τέρας). Ως όρος της ανατομίας η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. hippocampe (πρβλ. ιππόκαμπος)].

Russian (Dvoretsky)

ἱππόκαμπος: ὁ гиппокамп (морское чудовище с телом коня и рыбьим хвостом) Men.