κηροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
(3)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κηροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[κερί]] ή έχει τις ιδιότητες του κεριού («ἁπαλά τε [[ὄντα]] καὶ [[οἷον]] κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κηροειδή</i><br />οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται [[αντί]] για [[κερί]] ή ανάμικτες με [[κερί]] για φωτισμό, [[επάλειψη]] κ.λπ., όπως η [[παραφίνη]], η [[στεατίνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λίθο, [[μάρμαρο]] ή [[άλλη]] ύλη) [[κιτρινωπός]] και [[στιλπνός]] («[[ἡμίκυκλος]] στοὰ κηροειδὴς ὑπὸ τοῡ ἐν αὐτῇ λίθου», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]]) [[εύπλαστος]] («ἐν τῇ ψυχῇ κηροειδῇ οὔσῃ», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
|mltxt=-ές (Α [[κηροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[κερί]] ή έχει τις ιδιότητες του κεριού («ἁπαλά τε [[ὄντα]] καὶ [[οἷον]] κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κηροειδή</i><br />οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται [[αντί]] για [[κερί]] ή ανάμικτες με [[κερί]] για φωτισμό, [[επάλειψη]] κ.λπ., όπως η [[παραφίνη]], η [[στεατίνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λίθο, [[μάρμαρο]] ή [[άλλη]] ύλη) [[κιτρινωπός]] και [[στιλπνός]] («[[ἡμίκυκλος]] στοὰ κηροειδὴς ὑπὸ τοῦ ἐν αὐτῇ λίθου», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]]) [[εύπλαστος]] («ἐν τῇ ψυχῇ κηροειδῇ οὔσῃ», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηροειδής Medium diacritics: κηροειδής Low diacritics: κηροειδής Capitals: ΚΗΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kēroeidḗs Transliteration B: kēroeidēs Transliteration C: kiroeidis Beta Code: khroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like wax, waxen, σώματα Pl.Ti.61c, etc.: metaph., of the soul, Ph.1.64.    2 wax-coloured, PSI4.444.3 (iii B.C.), Dsc.1.119.

German (Pape)

[Seite 1433] ές, wachsähnlich, wächsern; σώματα Plat. Tim. 61 c; öfter bei Sp.; wachsfarbig. Schol. Nic. Th. 798.

Greek (Liddell-Scott)

κηροειδής: -ές, ὅμοιος κηρῷ, κήρινος, Πλάτ. Τίμ. 61C, Ἀθήν. 281F, Διοσκ. 1. 92, κτλ.· μεταφορ., ἐπὶ τῆς ψυχῆς, Φίλων 1. 64. 2) ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κηροῦ, Φιλόστρ. 781.

Greek Monolingual

-ές (Α κηροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κερί ή έχει τις ιδιότητες του κεριού («ἁπαλά τε ὄντα καὶ οἷον κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», Γαλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηροειδή
οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται αντί για κερί ή ανάμικτες με κερί για φωτισμό, επάλειψη κ.λπ., όπως η παραφίνη, η στεατίνη κ.ά.
αρχ.
1. (για λίθο, μάρμαρο ή άλλη ύλη) κιτρινωπός και στιλπνόςἡμίκυκλος στοὰ κηροειδὴς ὑπὸ τοῦ ἐν αὐτῇ λίθου», Φιλόστρ.)
2. μτφ. (για την ψυχή) εύπλαστος («ἐν τῇ ψυχῇ κηροειδῇ οὔσῃ», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -ειδής (< εἶδος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηροειδής -ές [κηρός, εἶδος] als was.

Russian (Dvoretsky)

κηροειδής: воскообразный, мягкий как воск (σώματα Plat.).