λοχίτης: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
(3)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λοχίτης:''' ου (ῑ) ὁ солдат лоха, боец, воин Aesch., Soph., Xen.
|elrutext='''λοχίτης:''' ου (ῑ) ὁ солдат лоха, боец, воин Aesch., Soph., Xen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λοχί¯της, ου, ὁ, [[λόχος]]<br />one of the [[same]] [[company]], a [[fellow]]-[[soldier]], [[comrade]], Aesch., Xen.
}}
}}

Revision as of 03:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχίτης Medium diacritics: λοχίτης Low diacritics: λοχίτης Capitals: ΛΟΧΙΤΗΣ
Transliteration A: lochítēs Transliteration B: lochitēs Transliteration C: lochitis Beta Code: loxi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A one of the same λόχος or company, fellow-soldier, comrade, A.Ag. 1650, X. Cyr.2.2.7, etc.; ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; with attendants or alone ? A.Ch.768; πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας S. OT751:— fem. λοχῖτις ἐκκλησία, = Lat. comitia centuriata, D.H.4.20, App.BC 3.30, etc.    II one who lies in wait, Hsch., Suid. (leg. λοχητής).

Greek (Liddell-Scott)

λοχίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (λόχος) ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόχου ἢ στρατιωτικοῦ σώματος, συστρατιώτης, σύντροφος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1650, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 7, κτλ.· ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; μὲ στρατιῶτας ἢ μόνος; Αἰσχύλ. Χο. 768· πολλοὺς ἔχων λοχίτας Σοφ. Ο. Τ. 751· ― θηλ. λοχῖτις ἐκκλησία, ἴδε ἐν λέξ. λόχος Ι. 3. ε. ΙΙ. ὁ ἐνεδρεύων, Εὐστ. Πονημ. 272. 14.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait partie d’une troupe, particul. d’une compagnie, soldat.
Étymologie: λόχος.

Greek Monolingual

λοχίτης, -ου, θηλ. λοχῑτις (AM) λόχος
αυτός που ενεδρεύει («καί τις ἐκεῑθεν ὁδοιπορῶν ἀπέριττος ἄνθρωπος περιπεσέτω τοῑς λοχίταις», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι από τον ίδιο λόχο με άλλον, συστρατιώτης («εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ», Αισχύλ.)
2. απλός στρατιώτης, οπλίτης
3. το θηλ. ἡ λοχῑτις (ενν. ἐκκλησία)
η μεγάλη συνέλευση τών Ρωμαίων κατά την οποία ψήφιζαν κατά λόχους για την εκλογή αρχών, για πόλεμο, για ειρήνη ή για άλλα σπουδαία θέματα, όπως λ.χ. για επιβολή θανατικής ποινής.

Greek Monotonic

λοχίτης: [ῑ], -ου, ὁ (λόχος), στρατιώτης από τον ίδιο λόχο ή στρατιωτικό σώμα, συστρατιώτης, συμπολεμιστής, συμμαχητής, σε Αισχύλ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λοχίτης: ου (ῑ) ὁ солдат лоха, боец, воин Aesch., Soph., Xen.

Middle Liddell

λοχί¯της, ου, ὁ, λόχος
one of the same company, a fellow-soldier, comrade, Aesch., Xen.