μολιβαχθής: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μολῐβαχθής:''' отягощенный или утяжеленный свинцом ([[στάθμη]] Anth.).
|elrutext='''μολῐβαχθής:''' отягощенный или утяжеленный свинцом ([[στάθμη]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μολῐβ-αχθής, ές [[ἄχθος]]<br />[[heavy]] with [[lead]], leaded, Anth.
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολῐβαχθής Medium diacritics: μολιβαχθής Low diacritics: μολιβαχθής Capitals: ΜΟΛΙΒΑΧΘΗΣ
Transliteration A: molibachthḗs Transliteration B: molibachthēs Transliteration C: molivachthis Beta Code: molibaxqh/s

English (LSJ)

ές,

   A heavy with lead, leaded, στάθμη AP6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 199] ές, mit Blei beschwert, στάθμη, Philps. 15 (VI, 103).

Greek (Liddell-Scott)

μολῐβαχθής: -ές, βαρύς, ἕνεκα μολύβδου, «μολυβωμένος», στάθμη Ἀνθ. Π. 6. 103.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chargé de plomb.
Étymologie: μόλιβος, ἄχθος.

Greek Monolingual

μολιβαχθής, -ές (Α)
αυτός που είναι βαρύς από τον μόλυβδο που περιέχει, ο μολυβωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλιβος + -αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. ανδρ.-αχθής, οιν-αχθής].

Greek Monotonic

μολῐβαχθής: -ές (ἄχθος), αυτός που είναι βαρύς επειδή φέρει μόλυβδο, αυτός που είναι επιχρισμένος ή φορτωμένος με μόλυβδο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μολῐβαχθής: отягощенный или утяжеленный свинцом (στάθμη Anth.).

Middle Liddell

μολῐβ-αχθής, ές ἄχθος
heavy with lead, leaded, Anth.