οἰστροδίνητος: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἰστροδίνητος:''' (δῑ) Aesch. = [[οἰστροδόνητος]]. | |elrutext='''οἰστροδίνητος:''' (δῑ) Aesch. = [[οἰστροδόνητος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=οἰ¯στρο-δίνητος, ον,<br />driven [[round]] and [[round]] by the [[gadfly]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:30, 10 January 2019
English (LSJ)
[δῑ], ον,
A driven round and round by the gadfly, A.Pr.589.
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ ἕνεκα τοῦ κεντήματος τοῦ οἴστρου, δινούμενος, περιστρεφόμενος μανιωδῶς, Αισχύλ. Πρ. 589· ― οὕτως, οἰστρδόνητος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572, Ἀριστοφ. Θεσμ. 324· καὶ οἰστρόδονος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 17. Πρβλ. οἰστρήλατος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
saisi d’un transport vertigineux.
Étymologie: οἶστρος, δινέω.
Greek Monolingual
οἰστροδίνητος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που στριφογυρίζει με μανία εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο
2. αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό πάθος («πῶς δι' οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. ιππο-δίνητος, σφονδυλο-δίνητος].
Greek Monotonic
οἰστροδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται σφαδάζοντας από τσίμπημα εντόμου, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
οἰστροδίνητος: (δῑ) Aesch. = οἰστροδόνητος.
Middle Liddell
οἰ¯στρο-δίνητος, ον,
driven round and round by the gadfly, Aesch.