πολυδερκής: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυδερκής:''' много видящий ([[Ἠώς]] Hom.). | |elrutext='''πολυδερκής:''' много видящий ([[Ἠώς]] Hom.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυδερκής -ές [πολύς, δέρκομαι] veel ziend. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A much-seeing, far-seeing, Ἠώς Hes.Th.451; φάος ib.755; cf. πολυδευκής.
German (Pape)
[Seite 661] ές, viel schauend; φάος, Hes. O. 755; Πώς, 451; aber μορφή Nic. Ther. 209 ist zw. L., s. πολυδευκής.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδερκής: -ές, ὁ πολὺ ἢ μακρὰν βλέπων ἢ ὁ πολλὰ ὁρῶν ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ὑπὸ πολλῶν ὁρώμενος, φάος πολυδερκέος Ἠοῦς, «διὰ τὸ ὑπὸ πολλῶν βλέπεσθαι ἢ πολλὰ ὁρᾶν» (Σχόλ.), Ἡσ. Θ. 451· φάος 755. Πρβλ. πολυδευκής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui voit beaucoup de choses;
2 au regard perçant.
Étymologie: πολύς, δέρκομαι.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που βλέπει πολύ ή μακριά
2. αυτός που βλέπει πολλά
3. (κατ' άλλους) α) αυτός που γίνεται ορατός από πολλούς
β) αυτός που εκπέμπει πολύ φως, αυτός που λάμπει πολύ («πολυδερκὲς φάος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. οξυ-δερκής].
Greek Monotonic
πολυδερκής: -ές (δέρκομαι), αυτός που βλέπει πολύ μακριά, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πολυδερκής: много видящий (Ἠώς Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυδερκής -ές [πολύς, δέρκομαι] veel ziend.