προδιαλέγομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(4)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προδιαλέγομαι:''' раньше беседовать Isocr., Plut.
|elrutext='''προδιαλέγομαι:''' раньше беседовать Isocr., Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-διαλέγομαι vooraf overleggen:. Κινέαν... ἐξέπεμψε προδιαλεξόμενον... ταῖς πόλεσιν hij stuurde Cineas om vooroverleg te voeren met de steden Plut. Pyrrh. 22.4; ὁ προδιειλεγμένος τῷ Βρεττιῷ... νεανίσκος de jongeman die tevoren tot een vergelijk gekomen was met Brettius Plut. Fab. 22.3.
}}
}}

Revision as of 08:12, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 715] (s. λέγω), vorher mit Einem sprechen; βούλομαι προδιαλεχθῆναι περὶ ἐμαυτοῦ, Isocr. 12, 6; Plut. Fab. 22.

French (Bailly abrégé)

s’entretenir auparavant, parler préalablement : περί τινος de qch.
Étymologie: πρό, διαλέγομαι.

Greek Monotonic

προδιαλέγομαι: Μέσ., με Παθ. αόρ. αʹ, μιλώ ή συζητώ από πριν, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

προδιαλέγομαι: раньше беседовать Isocr., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-διαλέγομαι vooraf overleggen:. Κινέαν... ἐξέπεμψε προδιαλεξόμενον... ταῖς πόλεσιν hij stuurde Cineas om vooroverleg te voeren met de steden Plut. Pyrrh. 22.4; ὁ προδιειλεγμένος τῷ Βρεττιῷ... νεανίσκος de jongeman die tevoren tot een vergelijk gekomen was met Brettius Plut. Fab. 22.3.