συνωνέομαι: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(4b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνωνέομαι:''' <b class="num">1)</b> скупать, закупать ([[σῖτον]] Lys.; γῆν Dem.): μαθήματα σ. Plat. за деньги приобретать всяческие знания;<br /><b class="num">2)</b> повсюду нанимать: σ. ἵππον Her. повсюду вербовать конницу. | |elrutext='''συνωνέομαι:''' <b class="num">1)</b> скупать, закупать ([[σῖτον]] Lys.; γῆν Dem.): μαθήματα σ. Plat. за деньги приобретать всяческие знания;<br /><b class="num">2)</b> повсюду нанимать: σ. ἵππον Her. повсюду вербовать конницу. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-ωνέομαι samen kopen, bij elkaar kopen:. νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην de eilanders kopen samen ontelbaar veel paarden Hdt. 1.27.3. opkopen:; τὸν σῖτον het graan Lys. 22.6; overdr.. μαθήματα wetenschap Plat. Sph. 224b. meegaan om te kopen. Thphr. Char. 2.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:03, 1 January 2019
English (LSJ)
A buy together, collect by purchase, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην Hdt.1.27. II buy up, σῖτον Lys.22.6, X.HG 5.4.56; μαθήματα Pl.Sph.224b; θηρία Plu.Brut.21:—Pass., προσέταξεν [χρυσὸν] συνωνηθῆναι POxy.2106.4 (iv A.D.):—the pf συνεώνημαι is used as Pass., ὁ συνεωνημένος [σῖτος] corn bought up, Lys.22.12; but with act. sense in D.13.30, 23.208. III assist one to buy, Thphr.Char.2.7.
Greek (Liddell-Scott)
συνωνέομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ., ἀγοράζω ὁμοῦ, συλλέγω διὰ χρημάτων, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην, συγκαταβάλλουσι χρήματα καὶ καταρτίζουσι σῶμα δεκακισχιλίων ἱππέων, Ἡρόδ. 1. 27. ΙΙ. ἀγοράζω ὁμοῦ, Λατ. coëmere, σῖτον Λυσί. 164. 36, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 56· μαθήματα Πλάτ. Σοφιστ. 224Β· θηρία Πλουτ. Βροῦτ. 21, κτλ.· ― ὁ πρκμ. συνεώνημαι εἶναι ἐν χρήσει ὡς παθητ., ὁ συνεωνημένος σῖτος, ἠγορασμένος σῖτος, Λυσί. 165. 17· ἀλλ’ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ. παρὰ Δημ. 175. 11., 689. 22, πρβλ. ὠνέομαι ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. συνωνήσομαι, pf. συνεώνημαι;
1 acheter ensemble ou en masse;
2 accaparer (du blé).
Étymologie: σύν, ὠνέομαι.
Greek Monotonic
συνωνέομαι: μέλ. -ήσομαι,
I. αποθ., αγοράζω μαζί, συλλέγω προσφέροντας χρήματα· συνωνέομαι ἵππον, μισθώνω ένα σώμα ιππικού, σε Ηρόδ.
II. εξαγοράζω, Λατ. coemere, σε Ξεν. κ.λπ.· παρακ. συνεώνημαι είναι Παθ.· ὁ συνεωνημένος σῖτος, σιτάρι που έχει αγοραστεί, σε Λυσ.· αλλά Ενεργ. στον Δημ.
Russian (Dvoretsky)
συνωνέομαι: 1) скупать, закупать (σῖτον Lys.; γῆν Dem.): μαθήματα σ. Plat. за деньги приобретать всяческие знания;
2) повсюду нанимать: σ. ἵππον Her. повсюду вербовать конницу.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ωνέομαι samen kopen, bij elkaar kopen:. νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην de eilanders kopen samen ontelbaar veel paarden Hdt. 1.27.3. opkopen:; τὸν σῖτον het graan Lys. 22.6; overdr.. μαθήματα wetenschap Plat. Sph. 224b. meegaan om te kopen. Thphr. Char. 2.7.