ὑαλοῦς: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(4b) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yaloys | |Transliteration C=yaloys | ||
|Beta Code=u(alou=s | |Beta Code=u(alou=s | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> v. [[ὑάλεος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:15, 13 December 2020
English (LSJ)
A v. ὑάλεος.
German (Pape)
[Seite 1168] ῆ, οῦν, zusammengezogen statt ὑάλεος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ὑᾰλοῦς: ᾶ, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ ὑάλεος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
και ὑελοῡς, -ῆ, -οῡν, και ασυναίρετος τ. ὑάλεος και υελέος, -έα, -ον, Α
1. γυάλινος («ὑαλέην οἰνοδόκον κύλικα», Ανθ. Παλ.)
2. λαμπρός, διάφανος σαν το γυαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. -εος /-οῦς (πρβλ. χρύσ-εος / -οῦς). Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στους τ. wea2reja, weareja].
Greek Monotonic
ὑᾰλοῦς: -ᾶ, -οῦν, συνηρ. αντί του ὑαλέος.
Russian (Dvoretsky)
ὑαλοῦς: стяж. = ὑάλεος.