κακομηχανία: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακομηχανία -ας, ἡ [κακομήχανος] misdadigheid. | |elnltext=κακομηχανία -ας, ἡ [κακομήχανος] misdadigheid. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰκομηχᾰνία, ἡ,<br />a practising of [[base]] arts, Luc. [from κᾰκομήχᾰνος] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A practising of base arts, mischief, Luc.Phal.1.12, Adam.1.5.
German (Pape)
[Seite 1301] ἡ, erfinderische Bosheit, arglistige Handlungsweise, Luc. Phalar. 1, 12 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακομηχᾰνία: ἡ, τὸ μηχανᾶσθαι κακά, Λουκ. Φάλαρ. 1. 12, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 185.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
odieuse machination.
Étymologie: κακομήχανος.
Greek Monolingual
κακομηχανία, ἡ (AM) κακομηχανώ
το να μηχανεύεται κάποιος κακές τέχνες, το να επινοεί συμφορές, δολιότητα, πανουργία («τὴν κακομηχανίαν τοῡ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἐμίσησα», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
κᾰκομηχᾰνία: ἡ, εξάσκηση ευτελών πρακτικών, ενασχόληση με ταπεινά τεχνάσματα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκομηχᾰνία: ἡ коварный образ действий, коварство, козни Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακομηχανία -ας, ἡ [κακομήχανος] misdadigheid.
Middle Liddell
κᾰκομηχᾰνία, ἡ,
a practising of base arts, Luc. [from κᾰκομήχᾰνος]