κολόκυμα: Difference between revisions
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
(nl) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κολόκυμα -ατος, τό [κόλος, κῦμα] deining. | |elnltext=κολόκυμα -ατος, τό [κόλος, κῦμα] deining. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">large heavy wall,</b> before it breaks, of the threats of Cleon, only Ar. Eq. 692,<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: already in antiquity explained in different ways: <b class="b3">κόλον κῦμα</b> (sch. ad loc.), <b class="b3">τυφλὸν</b> or <b class="b3">μακρὸν κῦμα</b> (H.), <b class="b3">κωφὸν κῦμα καὶ μη ἐπικαχλάζον</b> (Suid.). S. Taillardat, Images $ 343. A determinative compound with attributive first member would however surprise. The word is rather a painful momentay creation referring to <b class="b3">κόλον</b> [[bowels]]; speaking is the <b class="b3">ἀλλαντοπώλης</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:25, 3 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A large heavy wave before it breaks, swell that is the forerunner of a storm: metaph., of the swelling threats of Cleon, Ar.Eq.692 (expld. as κόλον κῦμα, Sch.ad loc.; τυφλὸν κῦμα, Hsch.; κωφὸν κῦμα, Suid.).
German (Pape)
[Seite 1474] τό, eine große, sich still u. langsam an das Ufer heranwälzende Woge, wie sie bes. dem Sturm vorangehen u. sein Nahen verkündigen; übertr., von Kleons leeren Drohworten, Ar. Equ. 692; die Alten erkl. κολοβόν, κωφὸν κῦμα.
Greek (Liddell-Scott)
κολόκῡμα: τό, μέγα καὶ βαρὺ κῦμα πρὶν θραυσθῇ (κόλον κῦμα κατὰ τοὺς Γραμμ.)· ἡ «φουσκοθαλασσιὰ» ἥτις προηγεῖται τῆς τρικυμίας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 692, ― ἔνθα κεῖται ἐπὶ τῶν κομπαστικῶν ἀπειλῶν τοῦ Κλέωνος· ― πρβλ. σκώληξ ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vague allongée, longue lame, signe de tempête.
Étymologie: κόλος, κῦμα.
Greek Monolingual
το (Α κολόκυμα)
η φουσκοθαλασσιά που προηγείται της τρικυμίας («ὠθῶν κολόκυμα καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κόλον «κοντό, βραχύ» + κῦμα. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον Κλέωνα σκωπτικά με υπαινιγμό στη σημ. «έντερο» του α' συνθετικού κόλον.
Greek Monotonic
κολόκῡμα: -ατος, τό, μεγάλο κύμα πριν σπάσει (κόλον κῦμα), η φουσκοθαλασσιά που προηγείται της καταιγίδας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κολόκῡμα: ατος τό досл. «безмолвная» волна (во время затишья, перед грозой), перен. надвигающаяся гроза, угроза Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολόκυμα -ατος, τό [κόλος, κῦμα] deining.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: large heavy wall, before it breaks, of the threats of Cleon, only Ar. Eq. 692,
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: already in antiquity explained in different ways: κόλον κῦμα (sch. ad loc.), τυφλὸν or μακρὸν κῦμα (H.), κωφὸν κῦμα καὶ μη ἐπικαχλάζον (Suid.). S. Taillardat, Images $ 343. A determinative compound with attributive first member would however surprise. The word is rather a painful momentay creation referring to κόλον bowels; speaking is the ἀλλαντοπώλης.