κυαμοτρώξ: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(nl) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυᾰμοτρώξ''': -ῶγος, ὁ, ὁ τρώγων κυάμους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 41, πρβλ. Λυσ. 537, 690, ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιτικὴν χρῆσιν τῶν κυάμων ἐν | |lstext='''κυᾰμοτρώξ''': -ῶγος, ὁ, ὁ τρώγων κυάμους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 41, πρβλ. Λυσ. 537, 690, ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιτικὴν χρῆσιν τῶν κυάμων ἐν Ἀθήναις· ἴδε [[κύαμος]] ΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
ῶγος, ὁ,
A bean-eater, Ar.Eq.41 (with allusion to κυαμος 11).
German (Pape)
[Seite 1521] ῶγος, ὁ, Bohnenfresser, heißt der Richter Ar. Equ. 41, mit Anspielung auf das Wählen durch Bohnen, vgl. Schol.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ, ὁ τρώγων κυάμους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 41, πρβλ. Λυσ. 537, 690, ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιτικὴν χρῆσιν τῶν κυάμων ἐν Ἀθήναις· ἴδε κύαμος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ῶγος (ὁ) :
mangeur de fèves.
Étymologie: κύαμος, τραγεῖν.
Greek Monolingual
κυαμοτρώξ, -ῶγος, ὁ (Α)
1. αυτός που τρώγει κυάμους
2. αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ
ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. θηλακο-τρώξ, φυλλο-τρώξ.
Greek Monotonic
κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ (τρώγω), αυτός που τρώει φασόλια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κυᾰμοτρώξ: ῶγος ὁ ирон. пожиратель бобов, бобоед (о судье, должность которого замещалась в порядке жеребьевки бобами) Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυαμοτρώξ -ῶγος, ὁ [κύαμος, τρώγω] bonenvreter.