παραφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παραφροσύνη -ης, ἡ [παράφρων] geestelijke dwaling. delirium.
|elnltext=παραφροσύνη -ης, ἡ [παράφρων] geestelijke dwaling. delirium.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραφροσύνη]], ἡ, [[παράφρων]]<br />[[derangement]], Plat.
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφροσύνη Medium diacritics: παραφροσύνη Low diacritics: παραφροσύνη Capitals: ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: paraphrosýnē Transliteration B: paraphrosynē Transliteration C: parafrosyni Beta Code: parafrosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A wandering of mind, derangement, Pl.Sph.228d, Aps.p.333 H.    2 delirium, Hp.Aph.2.2,6.53 (pl.), Prog.10.

German (Pape)

[Seite 507] ἡ, der Zustand der vom geraden Wege, von der Wahrheit sich verirrenden Seele, Verrücktheit, Wahnsinn; Plat. Soph. 228 d; Hippocr.; Plut. Rom. 21 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραφροσύνη: ἡ, (παράφρων) ἡ κατάστασις τοῦ παράφρονος, παραπλάνησις φρενῶν, «τρέλλα», Ἱππ. Ἀφ. 1244, Πλάτ. Σοφιστ. 228D· μανία, παραφροσύναι αἱ μὲν μετὰ γέλωτος γινόμεναι ἀσφαλέστεραι, αἱ δὲ μετὰ σπουδῆς ἐπισφαλέστεραι Ἱππ. Ἀφ. 1258.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 déraison, démence, folie;
2 délire.
Étymologie: παράφρων.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παράφρων, -ονος]
η κατάσταση του παράφρονα, η απώλεια του λογικού, τρέλα
νεοελλ.
ασύνετος λόγος ή ασύνετη πράξη
αρχ.
φρενικό παραλήρημα.

Greek Monotonic

παραφροσύνη: ἡ (παράφρων), διαταραχή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παραφροσύνη: ἡ помешательство, безумие Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφροσύνη -ης, ἡ [παράφρων] geestelijke dwaling. delirium.

Middle Liddell

παραφροσύνη, ἡ, παράφρων
derangement, Plat.