περικτίονες: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
(nl)
(1ba)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περικτίονες -ων, οἱ [περί, κτίζω] zelden in proza, omwonenden.
|elnltext=περικτίονες -ων, οἱ [περί, κτίζω] zelden in proza, omwonenden.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κτίζω]]<br />dwellers [[around]], neighbours, Hom.; cf. [[ἀμφικτίονες]].
}}
}}

Revision as of 05:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικτίονες Medium diacritics: περικτίονες Low diacritics: περικτίονες Capitals: ΠΕΡΙΚΤΙΟΝΕΣ
Transliteration A: periktíones Transliteration B: periktiones Transliteration C: periktiones Beta Code: perikti/ones

English (LSJ)

[κτῐ], όνων, οἱ, Ep. dat. περικτιόνεσσι, (κτίζω, cf. ἀμφικτύονες)

   A dwellers around, neighbours, Il.18.212, 19.104, 109 ; π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι, Od.2.65, Hes.Fr.103, Il.17.220, cf. Orac. ap. Hdt. 7.148, Simon.10, Pi.N.11.19, I.8(7).69.—The sg. is not in use.— Rare in Prose, π. νησιῶται Th.3.104, cf. Ath.13.591b.

German (Pape)

[Seite 581] οἱ, wie ἀμφικτίονες, die Herumwohnenden; Il. 17, 220. 18, 212 u. öfter; ἄλλους τ' αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπ ο υς, οἳ περιναιετάουσι, Od. 2, 65; Pind. N. 11, 49 I. 2, 64, im Orak. bei Her. 7, 148; Thuc. 3, 104.

Greek (Liddell-Scott)

περικτίονες: όνων, οἱ, Ἐπικ. δοτ. περικτιόνεσσι· (κτίζω, πρβλ. ἀμφικτύονες)· - ὡς τὸ περικτίται, περιναιέται, οἱ περιοικοῦντες, περίοικοι, γείτονες, Ἰλ. Σ. 212., Τ. 104, 109· π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι Ὀδ. Β. 65, Ἰλ. Ρ. 220· ὅπερ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ οἳ περινεαιτάουσι Ὀδ. Β. 65· ὡσαύτως, Ἡσ. ἐν Πλάτ. Μίν. 320D, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148, Σιμωνίδ. 22, Πινδ. Ν. 11. 24, Ι. 8 (7). 136. Τὸ ἑνικὸν ἄχρηστον. ― Ἡ λέξις εἶναι σπανία ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (π. νησιῷται Θουκ. 3. 104, πρβλ. Ἀθην. 591Β.), περίοικοι εἶναι ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτῆς.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
les habitants d’alentour.
Étymologie: περί, *κτίω ; cf. ἀμφικτίονες.

English (Autenrieth)

(κτίζω), pl.: dwellers around, neighbors.

English (Slater)

περικτῐονες
   1 those that dwell around ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (N. 11.19) Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.64)

Greek Monolingual

-όνων, οἱ, Α
περίοικοι, γείτονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κτίονες (< κτίζω), πρβλ. αμφι-κτίονες].

Greek Monotonic

περικτίονες: -όνων, οἱ, Επικ. δοτ. περικτιόνεσσι, (κτίζω) κάτοικοι που μένουν τριγύρω, γείτονες, σε Όμηρ.· πρβλ. ἀμφικτίονες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικτίονες -ων, οἱ [περί, κτίζω] zelden in proza, omwonenden.

Middle Liddell

κτίζω
dwellers around, neighbours, Hom.; cf. ἀμφικτίονες.