πλατεῖα: Difference between revisions
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(nl) |
(1ba) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλατεῖα f. van πλατύς. | |elnltext=πλατεῖα f. van πλατύς. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πλᾰτεῖα, ἡ, [v. [[πλατύς]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A v. πλατύς 11.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, s. unter πλατύς.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτεῖα: ἡ, ἴδε πλατύς.
French (Bailly abrégé)
fém. de πλατύς.
English (Strong)
feminine of πλατύς; a wide "plat" or "place", i.e. open square: street.
English (Thayer)
πλατείας, ἡ (feminine of the adjective πλατύς, namely, ὁδός (cf. Winer s Grammar, 590 (549))), a broad way, a street: Euripides, Plutarch, others; in the Sept. chiefly for רְחֹב.)
Greek Monolingual
και πλατέα, η, Ν
1. (πολεοδ.) ακάλυπτος, κοινόχρηστος χώρος μέσα στο πολεοδομικό σχέδιο ενός οικισμού, πόλης ή χωριού, ο οποίος είναι ιδιοκτησία του δήμου ή της κοινότητας στην οποία ανήκει και περιβάλλεται από δημόσιες οδούς
2. θεατρ. χώρος θεατών μπροστά από τη σκηνή θεάτρου ή την οθόνη κινηματογράφου με δάπεδο που έχει κλίση προς τη σκηνή ώστε η τελευταία να είναι ορατή από όλους τους θεατές της πλατείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. πλατεία (οδός) του επιθ. πλατύς.
Greek Monotonic
πλᾰτεῖα: ἡ, βλ. πλατύς.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτεῖα: I f к πλατύς.
II ἡ
1) (sc. χείρ) ладонь Arph.;
2) (sc. ὁδός) улица Xen. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλατεῖα f. van πλατύς.
Middle Liddell
πλᾰτεῖα, ἡ, [v. πλατύς.]