σύνδετος: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[σύνδετος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bound]] [[together]] [[with]], [[tributary]] of &lt;σύνδετον&gt; (supp. Snell e Σ, [[σύνδετος]] λέγεται [[ὅτι]] ἔσχε συνάφειαν τῷ Τιταρησίῳ, ὃς ἀπόρροιαν ἀπὸ Στυγὸς [[ἔχει]]) (Pae. 10.4)
|sltr=[[σύνδετος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bound]] [[together]] [[with]], [[tributary]] of &lt;σύνδετον&gt; (supp. Snell e Σ, [[σύνδετος]] λέγεται [[ὅτι]] ἔσχε συνάφειαν τῷ Τιταρησίῳ, ὃς ἀπόρροιαν ἀπὸ Στυγὸς [[ἔχει]]) (Pae. 10.4)
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[συνδέω]]<br /><b>1.</b> συνδεδεμένος («καὶ νῡν κατ' οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ενιαίος]]<br /><b>3.</b> ο συμπεπλεγμένος<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύνδετον</i><br />ο [[δεσμός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σύνδετα</i><br />τα [[σύνθετα]] πράγματα.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδετος Medium diacritics: σύνδετος Low diacritics: σύνδετος Capitals: ΣΥΝΔΕΤΟΣ
Transliteration A: sýndetos Transliteration B: syndetos Transliteration C: syndetos Beta Code: su/ndetos

English (LSJ)

ον,

   A bound hand and foot, S.Aj.65, 296.    2 united with, αὐτὰ αὑτοῖς Pl.Plt.279e; τὰ σ. compounds, concrete things, Procl.Inst.157.    3 well knit together, Arist.Phgn. 807b15.    II Subst. σύνδετον, τό, band, E.Ion 1390.

German (Pape)

[Seite 1006] zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδετος: -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος ὁμοῦ, συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων ὁμοῦ ταύρους, κύνας βοτῆρας αὐτόθι 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, δεσμός, Εὐρ. Ἴων 1390.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les pieds et les mains liés.
Étymologie: συνδέω.

English (Slater)

σύνδετος
   1 bound together with, tributary of <σύνδετον> (supp. Snell e Σ, σύνδετος λέγεται ὅτι ἔσχε συνάφειαν τῷ Τιταρησίῳ, ὃς ἀπόρροιαν ἀπὸ Στυγὸς ἔχει) (Pae. 10.4)

Greek Monolingual

-ον, Α συνδέω
1. συνδεδεμένος («καὶ νῡν κατ' οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», Σοφ.)
2. ο ενιαίος
3. ο συμπεπλεγμένος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδετον
ο δεσμός
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σύνδετα
τα σύνθετα πράγματα.

Greek Monotonic

σύνδετος: -ον, I. δεμένος χειροπόδαρα, σε Σοφ.
II. ως ουσ. σύνδετον, τό, δεσμός, δεσμά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σύνδετος: [adj. verb. к συνδέω
1) связанный (по рукам и ногам) Soph.;
2) соединенный Plat., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνδετος -ον [συνδέω] vastgebonden; verbonden met, met dat.. Plat. Plt. 279e. subst. τὸ σύνδετον band, bindsel. Eur. Ion 1390.