τυννοῦτος: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τυννοῦτος -ον [τυννός, οὗτος] zó klein. | |elnltext=τυννοῦτος -ον [τυννός, οὗτος] zó klein. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[lengthd. [[form]] of [[τυννός]], Lat.]<br />[[tantillus]], Ar.; with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Ar.; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, and ο, lengthd. form of τυννός,
A so small, so little, Ar. Th.745; commonly with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Id.Ach.367, Eq.1220; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Id.Nu.392 (anap.), Ra.139.
Greek (Liddell-Scott)
τυννοῦτος: -ον, καὶ ο, κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τοῦ τυννὸς (ἴδε οὗτος Α), τόσον μικρός, τόσον ὀλίγος, Λατ. tantillus, Ἀριστ. Θεσμ. 745· συνήθως μετὰ δεικτικοῦ ι, τυννουτοσί, -ονί, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 367, Ἱππ. 1221· γενικ. καὶ δοτικ. τυννουτουί, ῳί, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 392, ἐν Βατρ. 139, ἐν Ἀχ. 367.
French (Bailly abrégé)
τυνναύτη, τυννοῦτο;
si petit, aussi petit que ça avec un geste.
Étymologie: DELG τυννός.
Greek Monolingual
-ον και -ο, Α
(επιτ. τ.) τόσο μικρός, τόσο λίγος, τοσούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυννός «μικρός», κατά το τηλικ-οῦτος].
Greek Monotonic
τυννοῦτος: -ον και -ο, επιτετ. τύπος του τυννός, Λατ. tantillus, σε Αριστοφ.· με δεικτικό ι, τυννουτοσί, -ονί, στον ίδ.· γεν. και δοτ. τυννουτουί, -ῳι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τυννοῦτος: столь малый Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυννοῦτος -ον [τυννός, οὗτος] zó klein.
Middle Liddell
[lengthd. form of τυννός, Lat.]
tantillus, Ar.; with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Ar.; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Ar.