σύμπλεος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύμπλεος:''' Αττ. -πλεως, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, εντελώς [[γεμάτος]], [[πλήρης]], σε Ξεν. | |lsmtext='''σύμπλεος:''' Αττ. -πλεως, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, εντελώς [[γεμάτος]], [[πλήρης]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σύμ-πλεος, αττιξ -πλεωσος, η, ον<br />[[quite]] [[full]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:35, 10 January 2019
English (LSJ)
a, ον,
A quite full, τινος of a thing, Hp.Flat.3 cod.M; Att. σύμπλεως X.An.1.2.22.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπλεος: -α, -ον, ὅλως πλήρης, τινος, ἔκ τινος πράγματος, ἅπαν τὸ μεταξὺ γῆς τε καὶ οὐρανοῦ πνεύματος σύμπλεόν ἐστι Ἱππ. 296. 35· Ἀττ. σύμπλεως Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22 (κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἀντὶ ἔμπλεως).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout plein de, gén..
Étymologie: σύν, πλέος.
Greek Monolingual
-έα, -ον και αττ. τ. σύμπλεως, -ων, Α
ο εντελώς γεμάτος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. περίπλεος / -ως].
Greek Monotonic
σύμπλεος: Αττ. -πλεως, -α, -ον, εντελώς γεμάτος, πλήρης, σε Ξεν.