ἑπτά: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
(1b)
(1ab)
Line 45: Line 45:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: num.<br />Meaning: [[seven]](Il.).<br />Compounds: As 1. member in copulative <b class="b3">ἑπτακαίδεκα</b>, in <b class="b3">ἑπτακόσιοι</b> (cf. on <b class="b3">διακόσιοι</b>) and in several bahuvrihi's like <b class="b3">ἑπτα-βόειος</b>.<br />Derivatives: <b class="b3">ἑπτάκι(ς</b>), <b class="b3">-ιν</b> <b class="b2">seven times</b> (Pi.), <b class="b3">ἕπταχα</b> <b class="b2">in seven parts</b> (ξ 434), <b class="b3">ἑπτάς</b> f. <b class="b2">a group of seven</b> (of days, years; Arist.); <b class="b3">ἑπταδεύω</b> <b class="b2">belong to the ἑπτα</b> (Olbia IIIa).<br />Origin: IE [Indo-European] [909] <b class="b2">*septm̥</b> [[seven]]<br />Etymology: On [[ἑβδομήκοντα]], [[ἕβδομος]] s. vv. Gr. <b class="b3">ἑπτά</b>, Skt. <b class="b2">saptá</b>, Lat. [[septem]], Arm. [[ewt]][[n]], Germ., e. g. Goth. [[sibun]] go back on IE <b class="b2">*septḿ̥</b> (accent after IE <b class="b2">*oktṓ</b>[[[u]]] > <b class="b3">ὀκτώ</b>, <b class="b2">aṣṭáu</b>). - See e.g. Wackernagel-Debrunner Ai. Gramm. 3, 356, W.-Hofmann s. [[septem]].
|etymtx=Grammatical information: num.<br />Meaning: [[seven]](Il.).<br />Compounds: As 1. member in copulative <b class="b3">ἑπτακαίδεκα</b>, in <b class="b3">ἑπτακόσιοι</b> (cf. on <b class="b3">διακόσιοι</b>) and in several bahuvrihi's like <b class="b3">ἑπτα-βόειος</b>.<br />Derivatives: <b class="b3">ἑπτάκι(ς</b>), <b class="b3">-ιν</b> <b class="b2">seven times</b> (Pi.), <b class="b3">ἕπταχα</b> <b class="b2">in seven parts</b> (ξ 434), <b class="b3">ἑπτάς</b> f. <b class="b2">a group of seven</b> (of days, years; Arist.); <b class="b3">ἑπταδεύω</b> <b class="b2">belong to the ἑπτα</b> (Olbia IIIa).<br />Origin: IE [Indo-European] [909] <b class="b2">*septm̥</b> [[seven]]<br />Etymology: On [[ἑβδομήκοντα]], [[ἕβδομος]] s. vv. Gr. <b class="b3">ἑπτά</b>, Skt. <b class="b2">saptá</b>, Lat. [[septem]], Arm. [[ewt]][[n]], Germ., e. g. Goth. [[sibun]] go back on IE <b class="b2">*septḿ̥</b> (accent after IE <b class="b2">*oktṓ</b>[[[u]]] > <b class="b3">ὀκτώ</b>, <b class="b2">aṣṭáu</b>). - See e.g. Wackernagel-Debrunner Ai. Gramm. 3, 356, W.-Hofmann s. [[septem]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[seven]], Lat. [[septem]], Hom., etc.
}}
}}

Revision as of 22:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτά Medium diacritics: ἑπτά Low diacritics: επτά Capitals: ΕΠΤΑ
Transliteration A: heptá Transliteration B: hepta Transliteration C: epta Beta Code: e(pta/

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl.

   A seven, Il.6.421, etc.; as a mystical number, Arist.Metaph.1093a13, etc.; αἱ ἑ. νῆσοι the seven largest islands, Alex.268, cf. Arist.Mir.837a31 ; τὰ ἑ. θεάματα the Seven Wonders, Str.17.1.33, cf.D.S.2.11, etc.; οἱ ἑ. σοφισταί the Seven Sages, Isoc. 15.109, Aristid.2.311 J.; οἱ ἑ. σοφοί Stob.3.1.172 ; οἱ ἑ. alone, D.L. 1.40, Lib.Ep.286.3.    2 οἱ ἑ., board of magistrates at Olbia, SIG 495.2 (iii B.C.) ; οἱ ἑ. ἄνδρες, = Lat. septemviri epulones, D.C.48.32. (I.-E. sept[macutenull], cf. Skt. saptá, Lat. septem (fancifully connected with σέβομαι, Ph.1.30, Theol.Ar.43) : Hsch. has τεπτά, i.e. ηεπτά.)

German (Pape)

[Seite 1012] οἱ, αἱ, τά, indeclin., sieben, Hom. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτά: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κτλ., περὶ τῆς ἐπικρατήσεως αὐτοῦ ὡς μυστικοῦ ἀριθμοῦ ἴδε Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 5, κτλ. (Πρὸς τὰ ἑπτά, ἕβδομος (ἀντὶ ἕπτομος, πρβλ. ὀκτώ, ὄγδοος) πρβλ. Σανσκρ. sapt-an, sapt-amas· Ζενδ. hapt-an, hapt-athas· Λατ. sept-em sept-imus· Γοτθ. καὶ Παλ-Ὑψ-Γερμ. sib-un (sieben)˙ Παλαιο-Σκανδ. sjau, sjaundi (ἐκπεσόντος τοῦ χειλοφώνου)˙ Ἀγγλο-Σαξον. seof-on, κτλ.). - Περὶ τοῦ Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 346 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
dét. numéral indécl.
sept ; οἱ ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ÉL les Sept (chefs) devant Thèbes.
Étymologie: cf. lat. septem.

English (Autenrieth)

seven.

English (Slater)

ἑπτά
   1 seven ἑπτὰ δ' ἔπειτα πυρᾶν νεκρῶν τελεσθέντων (i. e. one pyre for each contingent of the army of the Seven cf. (N. 9.24) ff.) (O. 6.15) τέκεν ἑπτὰ παῖδας (O. 7.72) ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη. ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ (N. 2.23) ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας (N. 9.24)

Spanish

siete

English (Strong)

a primary number; seven: seven.

English (Thayer)

οἱ, αἱ, τά, seven: οἱ ἑπτά, namely, διάκονοι, ἑπτάκις) to the numeral adv. ἑβδομηκοντάκις, in imitation of the Hebrew שֶׁבַע , ἑβδομηκοντάκις, and cf. Keil, Commentary on Matthew , the passage cited).

Greek Monolingual

και εφτά (AM ἑπτά)
(απόλ. αριθμ.)
1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ του έξι και του οκτώ
2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ γραφῇ ἀδιόριστου πλήθους ἐστί σημαντικός», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «...καὶ γὰρ τὸ ‘στεῑρα ἔτεκεν ἑπτά’, τὸ πολλά φησιν ἡ γραφή
ὥστε οὐκ ἀριθμῷ συνέκλεισε τὴν ἄφεσιν», Ιωάνν. Χρυσ.
δ. «ὁ γὰρ ἑπτὰ ἀριθμὸς τοῡ πλήθους δηλωτικός
ἐν ἑπτὰ γὰρ ἡμέραις ἅπας χρόνος ἀνακυκλεῑται», Θεοδώρ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «παραγγελία στο εφτά» — στο τραπέζι με τον αριθμό εφτά, στο δωμάτιο ξενοδοχείου, στον θάλαμο νοσοκομείου με τον αριθμό εφτά κ.λπ.
2. «στις εφτά» — στην έβδομη ώρα, στις 7.00
3. «εφτά σπαθί», «εφτά μπαστούνι» κ.λπ.
το χαρτί της τράπουλας με εφτά όμοια σχήματα
αρχ.-μσν.
χρησιμοποιείται για να δηλώσει πληρότητα ή ολοκλήρωση (α. «ἑπτά με φωνήεντα θεὸν μέγαν ἄφθιτον αἰνεῑ γράμματα», Ευσ.
β. «τῆς δὲ τοῡ ἑπτά τιμῆς πολλὰ μὲν τὰ μαρτύρια, ὡς ἑπτὰ μὲν ὀνομαζόμενα τίμια πνεύματα, τάς γάρ ἐνεργείας τοῡ πνεύματος, πνεύματα φίλον τῷ Ήσαΐᾳ καλεῑν», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
φρ.
1. «τά ἑπτά θεάματα» — τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου
2. «oἱ ἑπτά σοφισταί», οἱ ἑπτά
οι επτά σοφοί της αρχαίας Ελλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < hεπτά < ΙE septm «επτά» (πρβλ. αρχ. ινδ. sapta, λατ. septem, αρμ. ewťn, αγγλ. seven, γερμ. sieben). To νεοελλ. εφτά, από τροπή του συμφων. συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτωχός-φτωχός), χρησιμοποιείται συχνά ως α’ συνθετικό (εφτά-) με επιτατική σημασία (πρβλ. εφτάψυχος). Στον ίδιο ΙΕ τ. septm ανάγεται και το τακτικό αριθμητικό έβδομος (δωρ. έβδεμος) < sebd-mos (πρβλ. αρχ. σλαβ. sedmŭ), με ανάπτυξη του -ο-, < septm-os, με τροπή τών άηχων -πτ- στα αντίστοιχα ηχηρά -βδ-. Κατ’ άλλη άποψη, ο τ. έβδομος < έβδαμος, το -ο- αναλογικά προς το οκτοFoς (βλ. οκτώ), < έπταμος < εβδμᾱ-κοντ- που ανάγεται στον ΙΕ τ. septm-kont-. Στον Όμηρο απαντά τ. εβδόματος, που είναι προϊόν αναλογίας προς το δέκατος. Το παράγωγο εβδομάς (νεοελλ. (ε)βδομάδα) του τ. έβδομος είναι αρχαιότερος τ. από τη λ. επτάς, ενώ το σύνθετο εβδομήκοντα εμφανίζει ως α’ συνθετικό το θ. του τακτικού αριθμητικού έβδομ-ος (πρβλ. ογδο-ήκοντα) και ως β’ συνθετικό το -ηκοντα (πρβλ. ενεν-ήκοντα). Ο δωρ. τ. εβδεμήκοντα προήλθε από αφομοίωση και αναλογικά προς αυτόν ερμηνεύεται και ο τ. έβδεμος. Το νεοελλ. εβδομήντα < αρχ. εβδομήκοντα (πρβλ. εξήντα < εξήκοντα).
ΠΑΡ. επτάδα, επτακόσιοι
αρχ.
επταδεύω, επταίος, επτακάτιοι, επτάκις, επταπλούς, έπταχα, επταχῄ, επταχώς
μσν.
επτάι
νεοελλ.
επταδικός, επτάρι, εφτακόσια, εφτάρα, εφτάρι.
ΣΥΝΘ. επτάβουλος, επταγράμματος, επτάγωνος, επταδάκτυλος, επτάδραχμος, επτάδυμος, επταετής, επταετία, επταήμερος, επτάκωλος, επτάλοφος, επταμελής, επταμερής, επτάμηνος, επτάπηχυς, επταπλάσιος, επτάπλευρος, επτάπυλος, επτάπυργος, επτάσημος, επτάτευχος, επτάτονος, επτάφυλλος, επτάφωνος, επτάφωτος, επτάχορδος, επτάχρονος
αρχ.
επτάγλωσσος, επτάδουλος, επτάειδος, επτάζωνος, επτάθεος, επτακαίδεκα, επτάκαυλος, επτακέφαλος, επτάκλινος, επτακότυλος, επτάκτις, επτάκτυπος, επτάλοβος, επτάλογχος, επτάλυχνος, επτάμετρος, επταμήκης, επταμήτωρ, επτάμιτος, επταμοιρία, επταμόριος, επτάμορφος, επτάμυχος, επτάνομος, επταπάλαιστος, επταπέλεθρος, επτάπηγος, επταπλανής, επταπόδης, επτάπολις, επτάπορος, επτάπους, επτάπυρος, επτάρρους, επτάστερος, επτάστολος, επτάστομος, επτάστροφος, επτατάλαντος, επτατειχής, επτάτοκος, επταφανής, επταφάρμακον, επταφεγγής, επτάφθογγος, επτάχαλκον, επτάχους
αρχ.-μσν.
επτάδελφος, επτάκλων, επτάκυκλος, επτάριθμος
μσν.
επτάβιβλος, επτάδρομος, επταέξ, επτακόρυμβος, επτάπαις, επτάπληγος, επτασήμαντος
μσν.- νεοελλ.
επτάσκαλο, επταστάδιος, επτάστυλος, επτάτομος
νεοελλ.
επτάδωρος, επτάεδρος, επτάζυμος, επταθύλακος, επταμηνία, επταώροφος, επτάστιχος, επτάτοξος, εφτάγ(ε)ιανος, εφτάγερος, εφτάδιπλος, εφτάδυμος, εφταήμερο, εφταΐδιος, εφτακάθαρος, εφτακακομοίρης, εφτάκαλος, εφτάκοιλος, εφτάλοφος, εφτάμερος, εφταμηνίτης, εφτάνευρο, εφταπάρθενος, εφτάπατος, εφτάπορτος, εφτάστερος, εφτάστομος, εφτασφράγιστος, εφτατόμαρος, εφτάφωτος, εφτάχορδος, εφτάχρωμος, εφτάψηλος, εφτάψυχος].

Greek Monotonic

ἑπτά: οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, εφτά, Λατ. septem, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτά: (ᾰ) οἱ, αἱ, τά indecl. семь, семеро: ἑ. οἱ σοφοί Diog. L. семь мудрецов (Фалес, Питтак, Биант, Солон, Клеобул, Хилон и Масон, по друг. Анахарсис или Периандр); οἱ ἑ. ἐπὶ Θήβας Arst. «Семеро против Фив» (название трагедии Эсхила); τὰ ἑ. ἐπιφανέστατα (тж. κατονομαζόμενα или μέγιστα) ἔργα Diod. семь чудес света (египетские пирамиды, висячие сады Семирамиды, храм Артемиды в Эфесе, статуя Зевса работы Фидия, Мавсолей Галикарнасский, Колосс Родосский и Александрийский маяк).

Frisk Etymological English

Grammatical information: num.
Meaning: seven(Il.).
Compounds: As 1. member in copulative ἑπτακαίδεκα, in ἑπτακόσιοι (cf. on διακόσιοι) and in several bahuvrihi's like ἑπτα-βόειος.
Derivatives: ἑπτάκι(ς), -ιν seven times (Pi.), ἕπταχα in seven parts (ξ 434), ἑπτάς f. a group of seven (of days, years; Arist.); ἑπταδεύω belong to the ἑπτα (Olbia IIIa).
Origin: IE [Indo-European] [909] *septm̥ seven
Etymology: On ἑβδομήκοντα, ἕβδομος s. vv. Gr. ἑπτά, Skt. saptá, Lat. septem, Arm. ewtn, Germ., e. g. Goth. sibun go back on IE *septḿ̥ (accent after IE *oktṓ[[[u]]] > ὀκτώ, aṣṭáu). - See e.g. Wackernagel-Debrunner Ai. Gramm. 3, 356, W.-Hofmann s. septem.

Middle Liddell

seven, Lat. septem, Hom., etc.