κάρκαρον: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(2)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάρκαρον''': τό, [[εἱρκτή]], [[φυλακή]], carcer, «[[κάρκαρον]]: τὸ [[δεσμωτήριον]]˙ [[οὕτως]] Σώφρων» Φώτ.˙ -[[ὡσαύτως]] κάρκαρος, ὁ, Διόδ. 31 Ἐκλογ. σ. 516˙ -παρ’ Ἡσύχ. εὑρίσκομεν πληθ. «κάρκαροι, τραχεῖς. καὶ δεσμοί». καὶ «κάρκαρα... [[μάνδρα]]».
|lstext='''κάρκαρον''': τό, [[εἱρκτή]], [[φυλακή]], carcer, «[[κάρκαρον]]: τὸ [[δεσμωτήριον]]· [[οὕτως]] Σώφρων» Φώτ.· -[[ὡσαύτως]] κάρκαρος, ὁ, Διόδ. 31 Ἐκλογ. σ. 516· -παρ’ Ἡσύχ. εὑρίσκομεν πληθ. «κάρκαροι, τραχεῖς. καὶ δεσμοί». καὶ «κάρκαρα... [[μάνδρα]]».
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρκᾰρον Medium diacritics: κάρκαρον Low diacritics: κάρκαρον Capitals: ΚΑΡΚΑΡΟΝ
Transliteration A: kárkaron Transliteration B: karkaron Transliteration C: karkaron Beta Code: ka/rkaron

English (LSJ)

τό,

   A prison, Sophr.147:—also κάρκᾰρος, ὁ, D.S.31.9: indeterm. in Vett.Val.68.26: pl. κάρκαροι, = δεσμοί, and κάρκαρα, = μάνδραι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1327] τό, das Gefängniß, carcer; D. Sic. ecl. p. 516, 38; Sophron. bei Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

κάρκαρον: τό, εἱρκτή, φυλακή, carcer, «κάρκαρον: τὸ δεσμωτήριον· οὕτως Σώφρων» Φώτ.· -ὡσαύτως κάρκαρος, ὁ, Διόδ. 31 Ἐκλογ. σ. 516· -παρ’ Ἡσύχ. εὑρίσκομεν πληθ. «κάρκαροι, τραχεῖς. καὶ δεσμοί». καὶ «κάρκαρα... μάνδρα».

Greek Monolingual

κάρκαρον, τὸ (Α)
φυλακή, ειρκτή, δεσμωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < το άγνωστης ετυμολ. λατ. carcer].

Russian (Dvoretsky)

κάρκαρον: τό (~ лат. carcer) темница (из сикульского) (Тронский)

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: prison; κάρκαροι δεσμοί H., also κάρκαρα, a. o. explained with μάνδραι enclosed space (gloss corrupt) (Sophr. 147).
Other forms: -ος (D. S. 31, 9), -ον or -ος (Vett. Val. 68, 26)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. carcer , s. W.-Hofmann s. v.