κόχλος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(2)
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κόχλος:''' ὁ<b class="num">1)</b> улитка со спиральной раковиной Arst.;<br /><b class="num">2)</b> витая раковина: κόχλον φυσᾶν Eur. и μυκᾶσθαι Theocr. трубить в раковину (пустые витые раковины больших морских моллюсков употреблялись в качестве сигнальных рогов).
|elrutext='''κόχλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> улитка со спиральной раковиной Arst.;<br /><b class="num">2)</b> витая раковина: κόχλον φυσᾶν Eur. и μυκᾶσθαι Theocr. трубить в раковину (пустые витые раковины больших морских моллюсков употреблялись в качестве сигнальных рогов).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 20:29, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόχλος Medium diacritics: κόχλος Low diacritics: κόχλος Capitals: ΚΟΧΛΟΣ
Transliteration A: kóchlos Transliteration B: kochlos Transliteration C: kochlos Beta Code: ko/xlos

English (LSJ)

ὁ,

   A shell-fish with a spiral shell, used for dyeing purple, Lat. murex, Arist.HA528a1, AP5.227 (Paul. Sil.); used as a trumpet, E.IT303, Theoc.22.75, Mosch.2.124: also fem., Naumach. ap. Stob.4.31.76, Paus.3.21.6; Κασπίῃ ἐν κ., of a large sea-shell, A.R.3.859.    2 land snail, Arist.Mir.846b13.    3 kohl, Eust.728.47.

German (Pape)

[Seite 1498] ὁ (später auch ἡ, wie Ap. Rh. 3, 859, Paus. 3, 21, 6, Paul. Sil. Amb. 118), Muschel mit gewundenem Gehäuse, Schnecke; große Meerschneckengehäuse wurden zum Blasen gebraucht, κόχλους φυσῶν Eur. I. T. 303, Τρίτωνες κόχλοισιν ταναοῖς γάμιον μέλος ἠπύοντες Hosch. 2, 124, Theocr. 22, 75 u. sonst. – Auch zweischaalige Muscheln, wie z. B. Austern, werden so genannt. – Verwandt mit κόγχος.

Greek (Liddell-Scott)

κόχλος: -ου, ὁ, ὀστρακόδερμον μετὰ κοχλιοειδοῦς ὀστράκου ἐν χρήσει πρὸς παρασκευὴν τῆς πορφύρας, Λατ. murex, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 1, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. 5. 228· ἐνίοτε ἐν χρήσει ὡς σάλπιγξ, ὡς τὸ Λατ. concha, Εὐρ. Ι. Τ. 303, Θεόκρ. 22. 75, Μόσχ. 2. 120· ― ὡσαύτως θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 859, Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. τ. 93. 23, Παυσ. 3. 21, 6. 2) τῆς ξηρᾶς κοχλίας, «σιαλίγκαρος», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164. ― Πρβλ. κόλχος. (Συγγενὲς ταῖς λ. κάλχη, κόγχη, κόγχος.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 grand coquillage en spirale;
2 conque marine.
Étymologie: DELG rapport évident avec κόγχος, κόγχη.

Greek Monolingual

(I)
ο (AM κόχλος)
1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή της πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ ἐς βαφὴν πορφύρας παρέχεται», Παυσ.)
2. ο κοχλίας, το σαλιγκάρι
μσν.
βαφή για τα μάτια
αρχ.
μουσ. ελικοειδές όστρακο που χρησιμοποιούνταν ως σάλπιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται, όπως και το κόγχος, στην ΙΕ ρίζα konkho- «μύδι, κοχύλι», με απώλεια του έρρινου στοιχείου, που παρατηρείται και στο νεοελλ. κοχύλι. Εμφανίζει επίθημα -λο- (πρβλ. στρεβ-λό-ς, τυφ-λό-ς).
ΠΑΡ. κοχλίας, κοχλιός
αρχ.
κοχλίον, κοχλίς
μσν.
κοχλωτός.
ΣΥΝΘ. κοχλοειδής
αρχ.
κοχλογέννητος].———————— (II)
και χόχλος, ο
κοχλασμός («σαν το θερμό στα κάρβουνα που ο χόχλος το φουσκώνει», Ερωτόκρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κοχλάζω.———————— (III)
κόχλος, ὁ (Μ)
πιθ. φαρμακευτική σκόνη ή τρίμμα κάποιου φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη λ. κόχλος (Ι). Έτσι ονομάστηκε το φυτό άγχουσα, κν. βαφόρριζα, που τριμμένο σε λεπτότατη σκόνη χρησίμευε στην παρασκευή ερυθρών χρωμάτων που αντικαθιστούσαν την πορφύρα αλλά και ως ψιμύθιο τών γυναικών. Έτσι η σκόνη πήρε την ονομ. κόχλος «κοχύλι», επειδή από κοχύλια παρασκευαζόταν η αληθινή πορφύρα, αλλά και με παρετυμολογική σύνδεση προς το αραβ. kohhol, που δήλωνε κάθε λεπτή χημική ή φαρμακευτική σκόνη.
ΠΑΡ. μσν. κοχλίζομαι].

Greek Monotonic

κόχλος: -ου, ὁ, οστρακόδερμο με κοχλοειδές όστρακο, που χρησιμοποιούνταν για να βαφτεί κάτι μωβ, Λατ. murex, σε Αριστ., Ανθ.· χρησιμοποιούνταν και ως σάλπιγγα, όπως το Λατ. concha, σε Ευρ. Θεόκρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κόχλος:
1) улитка со спиральной раковиной Arst.;
2) витая раковина: κόχλον φυσᾶν Eur. и μυκᾶσθαι Theocr. трубить в раковину (пустые витые раковины больших морских моллюсков употреблялись в качестве сигнальных рогов).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόχλος -ου, ὁ [~ κόγχος, κόγχη] schelp (spiraalvormig; waaruit purper wordt gewonnen; wordt gebruikt als trompet).

Frisk Etymological English

κόχλος
Grammatical information: m. (f.)
Meaning: `shell-fish with a spiral shell, sea-, land-snail, also `purple-scnail, kohl (E., Arist., Theoc.).
Derivatives: Several diminutiveformations: κοχλίς f. (Luc., Man.); also name of an Arabic stone (Plin.); κοχλία = ξιφύδρια, shell (H.); κοχλίδιον (pap., Epict.), -άδιον (sch.). - Further: κοχλίας m. `snail with spiral shell, often metaph. `waterscrew, spiral stair etc.' (com., Arist., hell.); Lat. LW coc(h)lea, cf. Ernout Aspects du vocab. latin 54f.; κοχλιός id.' (Paul. Aeg., Aët., Gloss.); κόχλαξ m. = κάχληξ (LXX, Dsc.); Lat. LW coclāca (Orib. lat.; cf. Ernout l. c.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unclear κοχλιάξων (-άζων), -οντος m. kind of machine-screw (Orib.; after ἄξων?). - From Lat. coc(h)lear, -āris n. (from coc(h)lea) as backformation κοχλιάριον `spoon, also as measure (Dsc., medic.); orig. name of a spoon, of which the sharp end was used to draw the snail from its shell; cf. W.-Hofmann s. coc(h)lear. Connection with κόγχος,κόγχη (s. v.) is evident; it has (Pre-Greek) prenasalization. Note also the vowel-variation in κόχλαξ\/ κά-.