μέλι: Difference between revisions
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
(2) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑM [[μέλι]])<br /><b>1.</b> υγρή [[ιξώδης]] [[τροφή]] με γλυκιά [[γεύση]] και σκοτεινόχρυσο [[χρώμα]] που παράγεται στον πρόλοβο διαφόρων [[μελισσών]] από το [[νέκταρ]] τών ανθέων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] το οποίο [[είναι]] [[πάρα]] πολύ ευχάριστο («τά κρίματα κυρίου... γλυκύτερα [[ὑπὲρ]] [[μέλι]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ευχάριστης ομιλίας, ευφράδειας ή ευγλωττίας (α. «θαρρείς [[μέλι]] στάζει το [[στόμα]] του» β. «τα χείλη του [[μέλι]] κυματούν», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «Σοφοκλέους τοῡ μέλιτι κεχριμένου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> (για [[φρούτο]]) πολύ [[γλυκό]] (α. «[[σύκο]] [[μέλι]]» β. «σταφύλια μέλια»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «όλα [[μέλι]] [[γάλα]]» — λέγεται σε περιπτώσεις συμφιλίωσης [[μετά]] από προηγούμενο διαπληκτισμό ή [[έχθρα]]<br />β) «[[ποτίζω]] κάποιον το [[μέλι]] και το [[γάλα]]» — [[γίνομαι]] [[πηγή]] ευτυχίας για κάποιον<br />γ) «[[ταξίδι]] του μέλιτος» — το [[ταξίδι]] τών νεονύμφων [[αμέσως]] [[μετά]] τον γάμο τους<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «νά 'καναν όλες οι μέλισσες [[μέλι]], θά 'τρωγαν κι οι γύφτοι με τα κουτάλια» [ή «με τα χρυσά πιρούνια»] ή «αν 'κάναν κι οι μπουμπούροι [[μέλι]], θα τρώγανε κι οι κατσιβέλοι» ή «νά 'καναν κι οι μύγες [[μέλι]], [[τρεις]] οκάδες στον [[παρά]]» — [[καθετί]] το εκλεκτό λίγοι το δημιουργούν και λίγοι το απολαμβάνουν<br />β) «[[αγάλι]]' αγάλια γίνεται η [[αγουρίδα]] [[μέλι]]» — λέγεται στις περιπτώσεις που [[καθετί]] μπορεί να πραγματοποιηθεί με [[υπομονή]] και [[μετά]] από χρόνο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ρέει [[μέλι]] και [[γάλα]]» — λέγεται για τους τόπους που [[είναι]] πολύ πλούσιοι και εύφοροι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αίγυπτο) γλυκιά ύλη που παράγεται από το [[βράσιμο]] τών καρπών [[φοινικιάς]]<br /><b>2.</b> [[γλυκό]] [[κόμμι]] που συλλέγεται από ορισμένα δέντρα<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «μέλιτος [[μυελός]], ἐπὶ τῶν [[ἄγαν]] ἡδέων»<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[μήτε]] μοι [[μέλι]], [[μήτε]] [[μέλισσα]]» — ας μού λείπει κι αυτός και το καλό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μέλι]], -<i>ιτος</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meli</i>-<i>t</i> «[[μέλι]]» και αντιστοιχεί ακριβώς σε χεττιτ. <i>milit</i>=<i>melit</i><br />συνδέεται [[επίσης]] με γοτθ. <i>milip</i>, αλβ. <i>mjalte</i>, αρχ. ιρλδ. <i>mil</i> και αρμ. <i>melr</i>, <i>melu</i>, του οποίου η γενική [[είναι]] επηρεασμένη από το θ. σε -<i>u</i> του άλλου ΙΕ προσηγορικού με σημ. «[[μέλι]]» <i>medhu</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μέθυ]]). Το λατ. <i>mel</i>, <i>mellis</i>, αντίθετα, εξαιτίας του [[διπλού]] -<i>l</i>- της γενικής έχει αναχθεί [[μάλλον]] σε [[ρίζα]] <i>meln</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[μείλιχος]]). Ο τ. [[μέλι]] μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>meri</i>, [[καθώς]] και στα παράγωγα <i>meritijo</i>, <i>meriteu</i>. Η λ. συνδέεται, [[τέλος]], με το ρ. [[βλίττω]] και εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια <i>Μελίτων</i>, <i>Μελιτώ</i>, <i>Μελιτίνη</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[μέλισσα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>Μέλισσα</i>, [[μελιτώδης]], [[μελιχρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελίδειον]], [[μελίτεια]], [[μελίτειον]], [[μελιτηρός]], [[μελιτισμός]], [[μελιτίτης]], [[μελιτόν]], [[μελιτώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μελίτινος]], [[μελιτόεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μελάς]], [[μελάτος]], [[μελένιος]], [[μελής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μελιγηθής]], [[μελίθρεπτος]], [[μελίλωτο]], [[μελίπηκτο]], [[μελίρρυτος]], [[μελισταγής]], [[μελίφθογγος]], [[μελιφόρος]], [[μελίχρους]], [[μελίχρυσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελιανθής]], [[μελιβόας]], [[μελίβρομος]], [[μελίγδουπος]], [[μελιγενέτωρ]], [[μελίγηρυς]], [[μελίγληνος]], [[μελίγλωσσος]], [[μελίεφθος]], [[μελίζωμον]], [[μελίζωρος]], [[μελιηδής]], [[μελίθροος]], [[μελίκηρος]], [[μελίκομπος]], [[μελικράς]], [[μελιουργός]], [[μελιούχος]], [[μελίπαις]], [[μελιπήκτης]], [[μελίπνοος]], [[μελιπτέρωτος]], [[μελίπτορθος]], [[μελιρραθάμιγξ]], [[μελίρροθος]], [[μελίρροος]], [[μελίσπονδα]], [[μελιτερπής]], [[μελιτοειδής]], [[μελιτοποιός]], [[μελιτοπώλης]], [[μελίφθεγκτος]], [[μελίφρων]], [[μελίφυρτος]], [[μελίφωνος]], [[μελίχλωρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μελίκρατος]], [[μελίμηλον]], [[μελίστακτος]], [[μελιτουργώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μελιγράφος]], [[μελιτόβρυτος]], [[μελιτοτρόφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μελιτογόνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μελικηρίδιο]], [[μελιστάλαχτος]], <i>μελιτοεξαγωγεύς</i>, [[μελιτοεξαγωγή]], [[μελιτόφιλος]], [[μελιφάγος]], [[μελίχρωμος]], [[μελομακάρονο]], <i>μελόπιτ</i>(<i>τ</i>)<i>α</i>. (Β' συνθετικό) [[ροδόμελι]], [[υδρόμελι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αερόμελι</i>, [[απόμελι]], [[αρτόμελι]], [[δροσόμελι]], <i>ελαιόμελι</i>, [[ευκρατόμελι]], [[ηδύμελι]], [[θαλασσόμελι]], [[κηρόμελι]], [[κυδωνόμελι]], [[μηλόμελι]], [[οινόμελι]], [[ομφακόμελι]], [[οξύμελι]], [[ορρόμελι]], [[τηλόμελι]], [[φακόμελι]], [[χιονόμελι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγριόμελι</i>, [[μαστιχόμελο]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑM [[μέλι]])<br /><b>1.</b> υγρή [[ιξώδης]] [[τροφή]] με γλυκιά [[γεύση]] και σκοτεινόχρυσο [[χρώμα]] που παράγεται στον πρόλοβο διαφόρων [[μελισσών]] από το [[νέκταρ]] τών ανθέων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] το οποίο [[είναι]] [[πάρα]] πολύ ευχάριστο («τά κρίματα κυρίου... γλυκύτερα [[ὑπὲρ]] [[μέλι]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ευχάριστης ομιλίας, ευφράδειας ή ευγλωττίας (α. «θαρρείς [[μέλι]] στάζει το [[στόμα]] του» β. «τα χείλη του [[μέλι]] κυματούν», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «Σοφοκλέους τοῡ μέλιτι κεχριμένου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> (για [[φρούτο]]) πολύ [[γλυκό]] (α. «[[σύκο]] [[μέλι]]» β. «σταφύλια μέλια»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «όλα [[μέλι]] [[γάλα]]» — λέγεται σε περιπτώσεις συμφιλίωσης [[μετά]] από προηγούμενο διαπληκτισμό ή [[έχθρα]]<br />β) «[[ποτίζω]] κάποιον το [[μέλι]] και το [[γάλα]]» — [[γίνομαι]] [[πηγή]] ευτυχίας για κάποιον<br />γ) «[[ταξίδι]] του μέλιτος» — το [[ταξίδι]] τών νεονύμφων [[αμέσως]] [[μετά]] τον γάμο τους<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «νά 'καναν όλες οι μέλισσες [[μέλι]], θά 'τρωγαν κι οι γύφτοι με τα κουτάλια» [ή «με τα χρυσά πιρούνια»] ή «αν 'κάναν κι οι μπουμπούροι [[μέλι]], θα τρώγανε κι οι κατσιβέλοι» ή «νά 'καναν κι οι μύγες [[μέλι]], [[τρεις]] οκάδες στον [[παρά]]» — [[καθετί]] το εκλεκτό λίγοι το δημιουργούν και λίγοι το απολαμβάνουν<br />β) «[[αγάλι]]' αγάλια γίνεται η [[αγουρίδα]] [[μέλι]]» — λέγεται στις περιπτώσεις που [[καθετί]] μπορεί να πραγματοποιηθεί με [[υπομονή]] και [[μετά]] από χρόνο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ρέει [[μέλι]] και [[γάλα]]» — λέγεται για τους τόπους που [[είναι]] πολύ πλούσιοι και εύφοροι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αίγυπτο) γλυκιά ύλη που παράγεται από το [[βράσιμο]] τών καρπών [[φοινικιάς]]<br /><b>2.</b> [[γλυκό]] [[κόμμι]] που συλλέγεται από ορισμένα δέντρα<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «μέλιτος [[μυελός]], ἐπὶ τῶν [[ἄγαν]] ἡδέων»<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[μήτε]] μοι [[μέλι]], [[μήτε]] [[μέλισσα]]» — ας μού λείπει κι αυτός και το καλό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μέλι]], -<i>ιτος</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meli</i>-<i>t</i> «[[μέλι]]» και αντιστοιχεί ακριβώς σε χεττιτ. <i>milit</i>=<i>melit</i><br />συνδέεται [[επίσης]] με γοτθ. <i>milip</i>, αλβ. <i>mjalte</i>, αρχ. ιρλδ. <i>mil</i> και αρμ. <i>melr</i>, <i>melu</i>, του οποίου η γενική [[είναι]] επηρεασμένη από το θ. σε -<i>u</i> του άλλου ΙΕ προσηγορικού με σημ. «[[μέλι]]» <i>medhu</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μέθυ]]). Το λατ. <i>mel</i>, <i>mellis</i>, αντίθετα, εξαιτίας του [[διπλού]] -<i>l</i>- της γενικής έχει αναχθεί [[μάλλον]] σε [[ρίζα]] <i>meln</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[μείλιχος]]). Ο τ. [[μέλι]] μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>meri</i>, [[καθώς]] και στα παράγωγα <i>meritijo</i>, <i>meriteu</i>. Η λ. συνδέεται, [[τέλος]], με το ρ. [[βλίττω]] και εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια <i>Μελίτων</i>, <i>Μελιτώ</i>, <i>Μελιτίνη</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[μέλισσα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>Μέλισσα</i>, [[μελιτώδης]], [[μελιχρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελίδειον]], [[μελίτεια]], [[μελίτειον]], [[μελιτηρός]], [[μελιτισμός]], [[μελιτίτης]], [[μελιτόν]], [[μελιτώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μελίτινος]], [[μελιτόεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μελάς]], [[μελάτος]], [[μελένιος]], [[μελής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μελιγηθής]], [[μελίθρεπτος]], [[μελίλωτο]], [[μελίπηκτο]], [[μελίρρυτος]], [[μελισταγής]], [[μελίφθογγος]], [[μελιφόρος]], [[μελίχρους]], [[μελίχρυσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελιανθής]], [[μελιβόας]], [[μελίβρομος]], [[μελίγδουπος]], [[μελιγενέτωρ]], [[μελίγηρυς]], [[μελίγληνος]], [[μελίγλωσσος]], [[μελίεφθος]], [[μελίζωμον]], [[μελίζωρος]], [[μελιηδής]], [[μελίθροος]], [[μελίκηρος]], [[μελίκομπος]], [[μελικράς]], [[μελιουργός]], [[μελιούχος]], [[μελίπαις]], [[μελιπήκτης]], [[μελίπνοος]], [[μελιπτέρωτος]], [[μελίπτορθος]], [[μελιρραθάμιγξ]], [[μελίρροθος]], [[μελίρροος]], [[μελίσπονδα]], [[μελιτερπής]], [[μελιτοειδής]], [[μελιτοποιός]], [[μελιτοπώλης]], [[μελίφθεγκτος]], [[μελίφρων]], [[μελίφυρτος]], [[μελίφωνος]], [[μελίχλωρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μελίκρατος]], [[μελίμηλον]], [[μελίστακτος]], [[μελιτουργώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μελιγράφος]], [[μελιτόβρυτος]], [[μελιτοτρόφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μελιτογόνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μελικηρίδιο]], [[μελιστάλαχτος]], <i>μελιτοεξαγωγεύς</i>, [[μελιτοεξαγωγή]], [[μελιτόφιλος]], [[μελιφάγος]], [[μελίχρωμος]], [[μελομακάρονο]], <i>μελόπιτ</i>(<i>τ</i>)<i>α</i>. (Β' συνθετικό) [[ροδόμελι]], [[υδρόμελι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αερόμελι</i>, [[απόμελι]], [[αρτόμελι]], [[δροσόμελι]], <i>ελαιόμελι</i>, [[ευκρατόμελι]], [[ηδύμελι]], [[θαλασσόμελι]], [[κηρόμελι]], [[κυδωνόμελι]], [[μηλόμελι]], [[οινόμελι]], [[ομφακόμελι]], [[οξύμελι]], [[ορρόμελι]], [[τηλόμελι]], [[φακόμελι]], [[χιονόμελι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγριόμελι</i>, [[μαστιχόμελο]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μέλι]], τὸ (Μ)<br />[[μέλος]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τον πληθ. του [[μέλος]]/ [[μέλη]], [[νέος]] [[ενικός]] μεταπλασμένος [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ι</i>-]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:40, 9 January 2019
English (LSJ)
τό, gen. ῐτος, etc.; dat.
A μέλι Philox.3.17; gen. pl. μελίτων Emp.128.7 (nisi leg. μελιτῶν, cf. μελιτόν):—honey, Od.20.69, etc.; μ. χλωρόν Il.11.631, Od.10.234, Xenoph.38.1; ξανθόν Simon.47; παμφαές A. Pers.612; τὸ μέλι τἀττικόν Ar. Pax252, cf. Men.708; various kinds, Thphr. Fr.190; said to be made from the palm (φοῖνιξ), Hdt.1.193, cf.4.194; μ. θανάτου σύμβολον Porph. Antr.18. 2 in comparisons, of anything sweet, esp. of eloquence, μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Il.1.249, cf. Pi. O.10 (11).98; Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου Ar. Fr.581; ὕπνος γλυκίων μέλιτος Mosch.2.3; ἡ τῶν ἀνδρῶν [χολή] ἐστι πρὸς ἐκείνην μέλι Alex.146.6: prov. μήτε μοι μ. μήτε μέλισσα, of those who refuse to take 'the rough with the smooth', Sapph.113. II sweet gum collected from certain trees, manna, Arist. Mir.831b23; τὸ ὕον μ. Polyaen.4.3.32; μ. ἄγριον, μαινόμενον, D.S.19.94, Str.12.3.18. (Cf. Goth. milip, Lat. mel.)
German (Pape)
[Seite 122] ιτος, τό, Honig, mel, Hom. u. Folgde überall; γλυκερόν, Od. 20, 69 u. öfter, χλωρόν, Il. 11, 630, γλυκίων μέλιτος αὐδή, 1, 249; παμφαές, tropfenhell, Aesch. Pers. 604; γλυκεῖαι μέλιτος ῥοαί, Eur. Bacch. 710; μέλι καὶ γάλα, Plat. Ion 534 a, u. sonst oft neben einander genannt; μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι, Legg. VI, 782 c; ὕον μέλι, das persische Manna, Polyaen. 4, 3, 32; auch übertr. wie bei uns, vgl. Alexis bei Ath. XIII, 558 e. Nach Mein. auch indeclinabel, Philoxen. bei Ath. IV, 147 b ξανθαὶ μέλι καρίδες, wo sonst μελικάριδες gelesen wird.
Greek (Liddell-Scott)
μέλῐ: τό, γεν. -ιτος, κτλ.· δοτική τις μέλι παρὰ Φιλοξέν. κατὰ τὸν Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3. 641· γεν. πληθ. μελίτων ἐν Ἐμπεδ. 423 (ἔνθα ὁ Sturz, 311, ξουθῶν σπονδὰς μελιτῶν, ὡς ποιητ. τύπ. τοῦ μελισσῶν)· περὶ τῆς καταλήξ. ἴδε πέπερι· (πρβλ. μέλισσα, Λατ. mel, mul-sum Γοτθ. mil-ith (μέλι)· πρβλ. μειλίσσω)· - ὡς καὶ νῦν, ἦν δὲ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς παλαιοῖς ὥσπερ νῦν ἡ σάκχαρις, Ὀδ. Κ. 234, Υ. 68· μ. χλωρὸν Ἰλ. Μ. 631· παμφαὲς Αἰσχύλ. Πέρσ. 612· - τὸ Ἀττικὸν μέλι ἦτο περίφημον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 252, Θεσμ. 1192, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 160· τὰ δὲ διάφορα εἴδη αὐτοῦ διακρίνει ὁ Θεόφρ. ἐν τοῖς Ἀποσπ. 18· λέγεται δὲ ὅτι παρεσκευάζετο καὶ ἐκ φοινίκων ὑπ’ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. 4. 194. 2) μεταφορ., ἐπὶ παντὸς γλυκέος πράγματος, μάλιστα ἐπὶ εὐγλωττίας, μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδὴ Ἰλ. Α. 249· πρβλ. Πινδ. Ο. 10 (11). 118· Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχρισμένου (πρβλ. μέλισσα ΙΙ. 1) Ἀριστ. Ἀποσπ. 231· ἐπὶ ὕπνου, Μόσχ. 2. 3· πικράν τε καὶ μεστὴν γυναικείας χολῆς· ἡ τῶν γὰρ ἀνδρῶν ἐστι πρὸς ἐκείνην μέλι Ἄλεξ. ἐν «Μάντεσι» 1. 6· λάθοις τὴν γλῶσσαν ἐς μέλι πλύνας Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 92. ΙΙ. γλυκὺ κόμμι, συλλεγόμενον ἔκ τινων δένδρων, μάννα, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 17· τοῦ ὕοντος μέλιτος, τοῦ ῥέοντος μέλιτος, κατὰ τὸν Λατῖνον μεταφραστ., ἀλλὰ τὸ χωρίον φαίνεται ἐφθαρμένον, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (σελ. 345), Πολύαιν. 4. 3, 32· πρβλ. ἐλαιόμελι. - Παράβαλ. μελιηδής, -κρᾶτος, -φρων, -γηρυς.
French (Bailly abrégé)
ιτος (τό) :
1 miel;
2 p. anal. suc qui suinte du tronc du palmier.
Étymologie: cf. lat. mel, mulsum.
English (Autenrieth)
ιτος: honey; used even as a drink, mixed with wine; burned upon the funeral-pyre, Il. 23.170, Od. 24.68; mixed with milk in drink-offerings, μελίκρητον. Figuratively, Il. 1.249, Il. 18.109.
English (Slater)
μέλῐ (μέλι, -ιτος, -ιτι, -ι.)
1 honey κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια (N. 7.53) met., μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (αὐτῷ τῷ ποιήματι. Σ.) (O. 10.98) ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι (ἀλληγορικῶς οὖν τὸν ὕμνον φησί, τὸ καλὸν καὶ ἡδύτατον αὐτοῦ ἐπιδεικνύμενος. Σ.) (N. 3.77) ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι amid the beautiful honey of song (I. 5.54) ἔραται δέ μοι γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm., Wil.) Πα. . . τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil. e. Σ: μέλος codd. Theocriti: sc. ὦ Πάν) fr. 97.
Spanish
English (Strong)
apparently a primary word; honey: honey.
English (Thayer)
μέλιτος, τό, the Sept. for דְּבַשׁ (from Homer down). honey: ἄγριον (which see), Mark 1:6.
Greek Monolingual
(I)
το (ΑM μέλι)
1. υγρή ιξώδης τροφή με γλυκιά γεύση και σκοτεινόχρυσο χρώμα που παράγεται στον πρόλοβο διαφόρων μελισσών από το νέκταρ τών ανθέων
2. μτφ. καθετί το οποίο είναι πάρα πολύ ευχάριστο («τά κρίματα κυρίου... γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι», ΠΔ)
3. μτφ. χαρακτηρισμός ευχάριστης ομιλίας, ευφράδειας ή ευγλωττίας (α. «θαρρείς μέλι στάζει το στόμα του» β. «τα χείλη του μέλι κυματούν», Ερωτόκρ.
γ. «Σοφοκλέους τοῡ μέλιτι κεχριμένου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. (για φρούτο) πολύ γλυκό (α. «σύκο μέλι» β. «σταφύλια μέλια»)
2. φρ. α) «όλα μέλι γάλα» — λέγεται σε περιπτώσεις συμφιλίωσης μετά από προηγούμενο διαπληκτισμό ή έχθρα
β) «ποτίζω κάποιον το μέλι και το γάλα» — γίνομαι πηγή ευτυχίας για κάποιον
γ) «ταξίδι του μέλιτος» — το ταξίδι τών νεονύμφων αμέσως μετά τον γάμο τους
3. παροιμ. α) «νά 'καναν όλες οι μέλισσες μέλι, θά 'τρωγαν κι οι γύφτοι με τα κουτάλια» [ή «με τα χρυσά πιρούνια»] ή «αν 'κάναν κι οι μπουμπούροι μέλι, θα τρώγανε κι οι κατσιβέλοι» ή «νά 'καναν κι οι μύγες μέλι, τρεις οκάδες στον παρά» — καθετί το εκλεκτό λίγοι το δημιουργούν και λίγοι το απολαμβάνουν
β) «αγάλι' αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι» — λέγεται στις περιπτώσεις που καθετί μπορεί να πραγματοποιηθεί με υπομονή και μετά από χρόνο
νεοελλ.-μσν.
φρ. «ρέει μέλι και γάλα» — λέγεται για τους τόπους που είναι πολύ πλούσιοι και εύφοροι
αρχ.
1. (στην Αίγυπτο) γλυκιά ύλη που παράγεται από το βράσιμο τών καρπών φοινικιάς
2. γλυκό κόμμι που συλλέγεται από ορισμένα δέντρα
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μέλιτος μυελός, ἐπὶ τῶν ἄγαν ἡδέων»
4. παροιμ. «μήτε μοι μέλι, μήτε μέλισσα» — ας μού λείπει κι αυτός και το καλό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέλι, -ιτος ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meli-t «μέλι» και αντιστοιχεί ακριβώς σε χεττιτ. milit=melit
συνδέεται επίσης με γοτθ. milip, αλβ. mjalte, αρχ. ιρλδ. mil και αρμ. melr, melu, του οποίου η γενική είναι επηρεασμένη από το θ. σε -u του άλλου ΙΕ προσηγορικού με σημ. «μέλι» medhu (πρβλ. λ. μέθυ). Το λατ. mel, mellis, αντίθετα, εξαιτίας του διπλού -l- της γενικής έχει αναχθεί μάλλον σε ρίζα meln- (πρβλ. μείλιχος). Ο τ. μέλι μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή meri, καθώς και στα παράγωγα meritijo, meriteu. Η λ. συνδέεται, τέλος, με το ρ. βλίττω και εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Μελίτων, Μελιτώ, Μελιτίνη (βλ. και λ. μέλισσα).
ΠΑΡ. Μέλισσα, μελιτώδης, μελιχρός
αρχ.
μελίδειον, μελίτεια, μελίτειον, μελιτηρός, μελιτισμός, μελιτίτης, μελιτόν, μελιτώ
αρχ.-μσν.
μελίτινος, μελιτόεις
νεοελλ.
μελάς, μελάτος, μελένιος, μελής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μελιγηθής, μελίθρεπτος, μελίλωτο, μελίπηκτο, μελίρρυτος, μελισταγής, μελίφθογγος, μελιφόρος, μελίχρους, μελίχρυσος
αρχ.
μελιανθής, μελιβόας, μελίβρομος, μελίγδουπος, μελιγενέτωρ, μελίγηρυς, μελίγληνος, μελίγλωσσος, μελίεφθος, μελίζωμον, μελίζωρος, μελιηδής, μελίθροος, μελίκηρος, μελίκομπος, μελικράς, μελιουργός, μελιούχος, μελίπαις, μελιπήκτης, μελίπνοος, μελιπτέρωτος, μελίπτορθος, μελιρραθάμιγξ, μελίρροθος, μελίρροος, μελίσπονδα, μελιτερπής, μελιτοειδής, μελιτοποιός, μελιτοπώλης, μελίφθεγκτος, μελίφρων, μελίφυρτος, μελίφωνος, μελίχλωρος
αρχ.-μσν.
μελίκρατος, μελίμηλον, μελίστακτος, μελιτουργώ
μσν.
μελιγράφος, μελιτόβρυτος, μελιτοτρόφος
μσν.- νεοελλ.
μελιτογόνος
νεοελλ.
μελικηρίδιο, μελιστάλαχτος, μελιτοεξαγωγεύς, μελιτοεξαγωγή, μελιτόφιλος, μελιφάγος, μελίχρωμος, μελομακάρονο, μελόπιτ(τ)α. (Β' συνθετικό) ροδόμελι, υδρόμελι
αρχ.
αερόμελι, απόμελι, αρτόμελι, δροσόμελι, ελαιόμελι, ευκρατόμελι, ηδύμελι, θαλασσόμελι, κηρόμελι, κυδωνόμελι, μηλόμελι, οινόμελι, ομφακόμελι, οξύμελι, ορρόμελι, τηλόμελι, φακόμελι, χιονόμελι
νεοελλ.
αγριόμελι, μαστιχόμελο].
(II)
μέλι, τὸ (Μ)
μέλος του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον πληθ. του μέλος/ μέλη, νέος ενικός μεταπλασμένος κατά τα ουδ. σε -ι-].
Greek Monotonic
μέλῐ: τό, γεν. -ιτος κ.λπ., Λατ. mel, μέλι, σε Όμηρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μέλῐ: ῐτος τό
1) мед (χλωρόν Hom.; παμφαές Aesch.; ἄγριον NT): μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Hom. слаще меда лилась речь (Нестора);
2) медвяный напиток (из сока финиковой пальмы) Her.;
3) сладкая смола (ἀπὸ τῶν δένδρων συλλεγόμενον Arst.).
Frisk Etymological English
-ιτος
Grammatical information: n.
Meaning: honey (Il.).
Dialectal forms: Myc. meri.
Compounds: Very often as 1. member, e.g. μελί-κρα-τον, Ion. -κρη-τον "honey-mix", sacrifice of milk and honey (Od.), compound with κεράν-νυμι (s. v.); also μελιτο-, e.g. μελιτο-πώλης m. honey-trader (Ar.); as 2. member a. o. in οἰνό-μελι drink from wine and honey (Plb.; cf. Risch IF 59, 58); on ἀπό-μελι s. v.
Derivatives: A. Several adj.: μελιτόεις honeysweet (Pi.), f. μελιτόεσσα (sc. μᾶζα), Att. μελιτοῦττα honey-cake (Hdt., Ar.; Schwyzer 528, Chantraine Form. 272), μελιτ-ηρός belonging to honey, honey-like (Ar.. Thphr.), -ινος made from h. (pap.), -ώδης honey-like (Thphr.). Prob. also μελι-χρός honey-sweet (Alc., Anacr., Hp., Telecl., Theoc.), cf. πενι-χρός βδελυ-χ-ρός and Chantraine Form. 225 f., Hamm Grammatik 77 w. n. 118. Acc. to Sommer Nominalkomp. 26 n. 3 (where extensive treatment) however Aeol. for μελί-χρως honey-coloured, after Schwyzer 450 for -χροος. -- B. Subst. μελίτ(ε)ιον n. mead (Plu.); μελιτόν κηρίον, η τὸ ἑφθὸν γλεῦκος H.; μελιτίτης (λίθος) topaz, (οἶνος) honey-wine (Dsc.; Redard 57 a. 97); μελίτεια f. Melissa officinalis (Theoc.; Strömberg Pflanzennamen 119); μελιτισμός m. treatment with h. (medic.) as if from *μελιτίζειν. -- C. Verb. μελιτόομαι mix with h. , be sweetened with h. (Th., Plu.) with μελίτωμα honey-cake (Com.), -ωσις sweetening (Gloss.). -- On its own stands μέλισσα, -ττα f. bee (Il.), after Schwyzer Glotta 6, 84ff. (thus Fraenkel Glotta 32, 21) haplological for *μελί-λιχ-ι̯α "honey-leckering"; compare Skt. madhu-lih- m. "honey-lecker" = bee; acc. to others however from *μέλιτ-ι̯α, e.g. Lohmann Genus und Sexus (Erg. -h. 10 to KZ) 82 recalling Arm. meɫu bee from meɫr honey (thus Schwyzer 320). From it several compp. and derivv., e.g. μελισσουργός (-ττ-) apiarist (Pl., Arist.) with -έω, -ία, -εῖον, μελισσεύς id. (Arist., pap.; Boßhardt 61), also (with diff. origin) as PN (Boßhardt 123f.); μελίσσιον bee-hive (pap. IIIa; Georgacas Glotta 36, 170), -ία id. (Gp.; Scheller Oxytonierung 45), -ών id. (LXX) etc. -- On βλίττω s. v.
Origin: IE [Indo-European] [723] *meli(t) honey
Etymology: Old inherited word for honey, with Hitt. milit ( = melit) n. directly identical; further with thematic enlargment Goth. miliÞ and Alb. mjaltë (IE *meli-t-o-m). Also Celt., e.g. OIr. mil, and Lat. mel can go back on *meli-t; the -t was prob. originally only at home in the nom.-acc. (Unclear Lat. gen. mellis: from *mel-n-és?; cf. on μείλιχος). Arm. meɫr, gen. meɫu was supposedly after the synonymous *médhu (= μέθυ, s. v.) transferred to the u-stems. From unknown source stems μελίτιον πόμα τι Σκυθικὸν μέλιτος ἑψομένου σὺν ὕδατι καὶ πόᾳ τινί H. -- Details in WP. 2, 296, Pok. 723f., W.-Hofmann s. mel; cf. (on the spread) Porzig Gliederung 202 f.