κυανάμπυξ: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ba)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυανάμπυξ -υκος [κύανος, ἄμπυξ] als adj., met donkere diadeem.
|elnltext=κυανάμπυξ -υκος [κύανος, ἄμπυξ] als adj., met donkere diadeem.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυᾰν-άμπυξ, ῠκος, ὁ, ἡ,<br />with [[dark]] [[edge]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 03:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠανάμπυξ Medium diacritics: κυανάμπυξ Low diacritics: κυανάμπυξ Capitals: ΚΥΑΝΑΜΠΥΞ
Transliteration A: kyanámpyx Transliteration B: kyanampyx Transliteration C: kyanampyks Beta Code: kuana/mpuc

English (LSJ)

ῠκος, ὁ, ἡ,

   A with dark ἄμπυξ, Θήβα Id.Fr.29.3; Δᾶλος Theoc.17.67; μίτρη Nonn.D.6.114.

German (Pape)

[Seite 1521] υκος, mit dunkelm Umkreise; Θήβα, Pind. frg. 5; Δῆλος, Theocr. 17, 67; μίτρα, Nonn. D. 6, 114.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνάμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων κυανόχρουν ἄμπυκα, Θήβη Πινδ. Ἀποσπ. 5. 3· Δῆλος Θεόκρ. 17. 67· μίτρα Νόνν. Δ. 6. 114.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ, ἡ)
à la circonférence d’un bleu sombre.
Étymologie: κύανος, ἄμπυξ.

English (Slater)

κῠᾰνάμπυξ
   1 with dark-blue headband τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3.

Greek Monolingual

κυανάμπυξ, -υκος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κυανό διάδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄμπυξ «διάδημα»].

Greek Monotonic

κυᾰνάμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός με την μελανόχρωμη άκρη, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰνάμπυξ: ῠκος adj. κυανός II] окруженный темно-синим кольцом (Θήβα Pind.; Δᾶλος Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανάμπυξ -υκος [κύανος, ἄμπυξ] als adj., met donkere diadeem.

Middle Liddell

κυᾰν-άμπυξ, ῠκος, ὁ, ἡ,
with dark edge, Theocr.