λίνεος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λίνεος:''' стяж. [[λινοῦς|λῐνοῦς]] 3 льняной ([[κιθών]] Her.; [[ἱμάτιον]] Plat.; [[σφαῖρα]] Arst.): [[ὅπλα]] λίνεα Her. льняные канаты.
|elrutext='''λίνεος:''' стяж. [[λινοῦς|λῐνοῦς]] 3 льняной ([[κιθών]] Her.; [[ἱμάτιον]] Plat.; [[σφαῖρα]] Arst.): [[ὅπλα]] λίνεα Her. льняные канаты.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λί˘νεος, η, ον [[λίνον]]<br />of [[flax]], [[flaxen]], [[linen]], Lat. [[lineus]], Hdt., Plat., etc.
}}
}}

Revision as of 03:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίνεος Medium diacritics: λίνεος Low diacritics: λίνεος Capitals: ΛΙΝΕΟΣ
Transliteration A: líneos Transliteration B: lineos Transliteration C: lineos Beta Code: li/neos

English (LSJ)

α, ον, contr. λιν-οῦς, ῆ, οῦν, (λίνον)

   A of flax, linen, κιθών, θώρηξ, Hdt.1.195, 3.47, etc.; ἱμάτιον Pl.Cra. 389b; σφαῖρα Arist.HA616a6; στολή BGU1036.14 (ii A. D.); νεφέλαι (i. e. nets) Call.Aet.3.1.37; ὅπλα λ. cables of flax, Hdt.7.36: also λινᾶ, τά, A.Fr.206, Ar.Fr.19: Subst. λινέη, ἡ, tape-measure used in building, IG7.3073.128 (Lebadea), cf. Bito63.7, 9 (v.l. λιναία); cf. λιναῖος.

German (Pape)

[Seite 49] zsgzgn λινοῦς, ῆ, οῦν, aus Flachs gemacht, leinen; κιθών, Her. 1, 195; εἵματα, 4, 74, ὅπλα, 7, 36, θώρηξ, 3, 47; ἱμάτιον, Plat. Crat. 389 b; θώραξ, Xen. Cyr. 6, 4, 2; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

λίνεος: [ῐ], -α, -ον, συνῃρ. λινοῦς, ῆ, οῦν· (λίνον)· - ἐκ λίνου, ἐκ λιναρίου, Λατ. lineus, κιθών, θώρηξ Ἡρόδ. 1. 195., 3. 47, κτλ.· ἱμάτιον Πλάτ. Κρατ. 389Β, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5· ὅπλα λ., καλῴδια ἐκ λίνου, Ἡρόδ. 7. 36· ὡσαύτως, λινᾶ, τά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 189, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84· - λιναῖος, α, ον, εἶναι ἡμαρτημ. γραφὴ παρ’ Ἱππ., κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 147, Παραλ. 357.

French (Bailly abrégé)

έα, εον;
de lin, fait de lin.
Étymologie: λίνον.

Spanish

de lino

Greek Monolingual

λίνεος, -έα, -ον, θηλ. και -έη (Α)
βλ. λινούς.

Greek Monotonic

λίνεος: [ῐ], -α, -ον, συνηρ. λινοῦς, -ῆ, -οῦν· (λινόν)· φτιαγμένος από λινό, λινός, Λατ. lineus, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

λίνεος: стяж. λῐνοῦς 3 льняной (κιθών Her.; ἱμάτιον Plat.; σφαῖρα Arst.): ὅπλα λίνεα Her. льняные канаты.

Middle Liddell

λί˘νεος, η, ον λίνον
of flax, flaxen, linen, Lat. lineus, Hdt., Plat., etc.