οἰκετεία: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰκετεία:''' ἡ домашняя прислуга, домочадцы Luc.
|elrutext='''οἰκετεία:''' ἡ домашняя прислуга, домочадцы Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκετεία]], ἡ,<br />the [[household]], Lat. [[familia]], Strab., Luc.
}}
}}

Revision as of 04:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκετεία Medium diacritics: οἰκετεία Low diacritics: οικετεία Capitals: ΟΙΚΕΤΕΙΑ
Transliteration A: oiketeía Transliteration B: oiketeia Transliteration C: oiketeia Beta Code: oi)ketei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A household of slaves, Str.14.5.2, Luc.Merc.Cond.15, IPE12.32B15 (Olbia), PTeb.285.6 (iii A. D.) :—later written οἰκετία, Epict.Ench.33.7.    2 servitude, Aristeas 14, al., J.AJ8.6.3.    3 slave population, Str.5.1.12, IGRom.4.1692.54 (Elaea).

German (Pape)

[Seite 299] ἡ, Hausgesinde, Dienerschaft, Luc. Merc. cond. 15; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκετεία: ἡ, τὸ σύνολον τῶν οἰκετῶν ἔν τινι οἰκογενείᾳ, Λατ. familia, Στράβ. 668, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 3., 12. 2, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15· - οἰκετία εἶναι ἐσφαλμένος, ἢ τοὐλάχιστον μεταγεν. τύπος, ὡς ἐν Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 7, ἴδε Λοβ. Φρύν. 505. 2) = δουλεία, Ἀριστέας 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
domesticité, domestiques, les gens.
Étymologie: οἰκέτης.

Greek Monolingual

οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) οικέτης
1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», Στράβ.)
2. καταναγκαστική εργασία, δουλεία («ἀπολύειν κελεύω τοὺς ταῑς οικετείας ὄντας Ἰουδαίους», Ιώσ).

Greek Monotonic

οἰκετεία: ἡ, οικογένεια, το σύνολο των μελών της, Λατ. familia, σε Στράβ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκετεία: ἡ домашняя прислуга, домочадцы Luc.

Middle Liddell

οἰκετεία, ἡ,
the household, Lat. familia, Strab., Luc.