έπω: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἕπω (Α)<br />[[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]] («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>sep</i> «[[ασχολούμαι]], [[τιμώ]]». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>sapati</i> «[[περιποιούμαι]], [[αποδίδω]] σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ. <i>sepel</i> -<i>io</i> «[[θάβω]]». Συγγενείς πιθ. οι τ. <i>δί</i>-<i>οπος</i> «[[κυβερνήτης]] πλοίου» και <i>όπ</i>-<i>λον</i>, με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[καθώς]] και <i>επ</i>-<i>η</i> -<i>τύς</i> με [[παρέκταση]] -<i>η</i>- (πρβλ. <i>εδ</i>-<i>η</i> -<i>τύς</i>) και [[ψίλωση]]. Ενωρίς επήλθε [[σύγχυση]] του <i>έπω</i> με το [[έπομαι]], η οποία κατέληξε στην [[εξαφάνιση]] του πρώτου.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β’ συνθετικό) <i>αμφ</i>(<i>ι</i>)<i>έπω</i>, [[διέπω]], [[εφέπω]], [[μεθέπω]].<br /><b>(II)</b><br />ἕπω (Α)<br />(μόνο στη [[μέση]] [[φωνή]]) [[έπομαι]].<br /><b>(III)</b><br />ἕπω (Α)<br />αποκαλῶ, [[ονομάζω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἕπω (Α)<br />[[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]] («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>sep</i> «[[ασχολούμαι]], [[τιμώ]]». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>sapati</i> «[[περιποιούμαι]], [[αποδίδω]] σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ. <i>sepel</i> -<i>io</i> «[[θάβω]]». Συγγενείς πιθ. οι τ. <i>δί</i>-<i>οπος</i> «[[κυβερνήτης]] πλοίου» και <i>όπ</i>-<i>λον</i>, με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[καθώς]] και <i>επ</i>-<i>η</i> -<i>τύς</i> με [[παρέκταση]] -<i>η</i>- (πρβλ. <i>εδ</i>-<i>η</i> -<i>τύς</i>) και [[ψίλωση]]. Ενωρίς επήλθε [[σύγχυση]] του <i>έπω</i> με το [[έπομαι]], η οποία κατέληξε στην [[εξαφάνιση]] του πρώτου.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β’ συνθετικό) <i>αμφ</i>(<i>ι</i>)<i>έπω</i>, [[διέπω]], [[εφέπω]], [[μεθέπω]].<br /><b>(II)</b><br />ἕπω (Α)<br />(μόνο στη [[μέση]] [[φωνή]]) [[έπομαι]].<br /><b>(III)</b><br />ἕπω (Α)<br />αποκαλῶ, [[ονομάζω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

(I)
ἕπω (Α)
ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ανάγεται σε ΙΕ ρ. sep «ασχολούμαι, τιμώ». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. sapati «περιποιούμαι, αποδίδω σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ. sepel -io «θάβω». Συγγενείς πιθ. οι τ. δί-οπος «κυβερνήτης πλοίου» και όπ-λον, με ετεροιωμένη βαθμίδα καθώς και επ-η -τύς με παρέκταση -η- (πρβλ. εδ-η -τύς) και ψίλωση. Ενωρίς επήλθε σύγχυση του έπω με το έπομαι, η οποία κατέληξε στην εξαφάνιση του πρώτου.
ΣΥΝΘ. (Β’ συνθετικό) αμφ(ι)έπω, διέπω, εφέπω, μεθέπω.
(II)
ἕπω (Α)
(μόνο στη μέση φωνή) έπομαι.
(III)
ἕπω (Α)
αποκαλῶ, ονομάζω.