Μηλίς: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Μηλίς:''' ίδος ἡ Мелида<br /><b class="num">1)</b> тж. Μ. γῆ Her., область в южн. Фессалии Her. etc.;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[Μῆλος]]. | |elrutext='''Μηλίς:''' ίδος ἡ Мелида<br /><b class="num">1)</b> тж. Μ. γῆ Her., область в южн. Фессалии Her. etc.;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[Μῆλος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Μηλίς]], ίδος, ἡ, [ionic for Μᾱλίς, with or without γῆ]<br />[[Malis]] in [[Trachis]], Hdt.; cf. [[Μηλιεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A v. Μηλιεύς.
French (Bailly abrégé)
1ίδος
adj. f.
Μηλὶς γῆ, ou simpl. ἡ Μηλίς le territoire de Mèlis, la Mélide, contrée de Thessalie ; Mηλὶς λίμνη SOPH c. Μηλιεὺς κόλπος.
Étymologie:.
2ίδος
adj. f.
de Mèlos.
Étymologie: Μῆλος.
Greek Monolingual
(I)
Μηλίς, ἡ (Α)
βλ. μηλιακός και Μηλιεύς.
(II)
Μηλίς, -ίδος (Α)
νύμφη προστάτιδα τών ποιμνίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «ποίμνιο» + κατάλ. -ίς (πρβλ. Δαυλ-ίς)].
Greek Monotonic
Μηλίς: -ίδος, ἡ, Ιων. αντί Μᾱλίς, με ή χωρίς το γῆ, η Μηλίδα, στην Τραχίνα, σε Ηρόδ.· πρβλ. Μηλιεύς.
Russian (Dvoretsky)
Μηλίς: ίδος adj. f малийская: Μ. λίμνη Soph. = Μηλιεὺς κόλπος.
Russian (Dvoretsky)
Μηλίς: ίδος ἡ Мелида
1) тж. Μ. γῆ Her., область в южн. Фессалии Her. etc.;
2) Plut. = Μῆλος.
Middle Liddell
Μηλίς, ίδος, ἡ, [ionic for Μᾱλίς, with or without γῆ]
Malis in Trachis, Hdt.; cf. Μηλιεύς.