κύπερος: Difference between revisions
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κύπερος:''' ὁ Her., Plut. = [[κύπειρον]]. | |elrutext='''κύπερος:''' ὁ Her., Plut. = [[κύπειρον]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=![[κύπερος]], ὁ, [prob. ionic for [[κύπειρος]], Hdt.] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ, Ion. for κύπειρος,
A Cyperus rotundus, Hp.Nat.Mul.58, Hdt.4.71: also in later Gr., Dsc.1.4, Plu.2.383e, Gal.12.54, PSI6.718.4 (iv/v A.D.). II κ. ἕτερος turmeric, Curcuma longa, Dsc.1.5.
German (Pape)
[Seite 1534] ὁ, ion. = κύπειρος; bei Her. 4, 71 eine gewürzige Pflanze, mit welcher die Scythen ihre Könige einbalsamirten.
Greek (Liddell-Scott)
κύπερος: ὁ, πιθαν. Ἰων. ἀντὶ κύπειρος, Ἡρόδ. 4. 71, ― ἔνθα λέγεται ὅτι εἶναι ἀρωματικόν τι φυτὸν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Σκύθαις πρὸς ταρίχευσιν («βαλσάμωμα»), πρβλ. Πλούτ. 2. 383Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ion. c. κύπειρος.
Greek Monolingual
(I)
κύπερος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. κύπερη.
(II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη κυπερώδη, οικογένεια κυπερίδες, από τα οποία γνωστότερα είναι ο Cyperus papyrus, ο πάπυρος τών αρχαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειοι λ., πρβλ. αγγλ. cyperus < λατ. cyperos < κύπειρος.
Greek Monotonic
κύπερος: ὁ, πιθ. Ιων. αντί κύπειρος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κύπερος: ὁ Her., Plut. = κύπειρον.