σανδαράκη: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
(1b)
m (Text replacement - "[kudot ]" to "ḳ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sandaraki
|Transliteration C=sandaraki
|Beta Code=sandara/kh
|Beta Code=sandara/kh
|Definition=[<b class="b3">ρᾰ], ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">red sulphide of arsenic, realgar</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>604b28</span>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>34.177</span>, <span class="title">Peripl.M.Rubr.</span>49; written σανδαράχη in <span class="bibl">Hp. <span class="title">Morb.</span>2.14</span> (but σανδᾰράκ-κη <span class="bibl"><span class="title">Superf.</span>32</span>), Dsc.5.105, Gal.17(1).834, <span class="bibl">Alciphr.1.33</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">an orange pigment</b> made therefrom, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>40</span>, <span class="bibl">50</span>. (Assyr. <b class="b2">šindu ar[kudot ]u</b> 'green paint', i.e. <b class="b2">yellow sulphide of arsenic</b>, <b class="b2">orpiment</b>, cf. [[ἀρσενικόν]].) </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">bee-bread</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>626a7</span>.</span>
|Definition=[<b class="b3">ρᾰ], ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">red sulphide of arsenic, realgar</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>604b28</span>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>34.177</span>, <span class="title">Peripl.M.Rubr.</span>49; written σανδαράχη in <span class="bibl">Hp. <span class="title">Morb.</span>2.14</span> (but σανδᾰράκ-κη <span class="bibl"><span class="title">Superf.</span>32</span>), Dsc.5.105, Gal.17(1).834, <span class="bibl">Alciphr.1.33</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">an orange pigment</b> made therefrom, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>40</span>, <span class="bibl">50</span>. (Assyr. <b class="b2">šindu arḳu</b> 'green paint', i.e. <b class="b2">yellow sulphide of arsenic</b>, <b class="b2">orpiment</b>, cf. [[ἀρσενικόν]].) </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">bee-bread</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>626a7</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:36, 25 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδᾰράκη Medium diacritics: σανδαράκη Low diacritics: σανδαράκη Capitals: ΣΑΝΔΑΡΑΚΗ
Transliteration A: sandarákē Transliteration B: sandarakē Transliteration C: sandaraki Beta Code: sandara/kh

English (LSJ)

[ρᾰ], ἡ,

   A red sulphide of arsenic, realgar, Arist.HA604b28, Plin.HN34.177, Peripl.M.Rubr.49; written σανδαράχη in Hp. Morb.2.14 (but σανδᾰράκ-κη Superf.32), Dsc.5.105, Gal.17(1).834, Alciphr.1.33, etc.    2 an orange pigment made therefrom, Thphr.Lap.40, 50. (Assyr. šindu arḳu 'green paint', i.e. yellow sulphide of arsenic, orpiment, cf. ἀρσενικόν.)    II bee-bread, Arist.HA626a7.

German (Pape)

[Seite 860] ἡ, 1) ein arsenikalisches Erz, rothes Auripigment, Rauschroth, Realgar, während ἀρσενικόν gelbes ist; lat. sandaraca; Theophr., Strab., Diosc. – 2) ein bei Pferden, Zugvieh gebr. Arzneimittel, Arist. H. A. 8, 24. – 3) eine Art Bienenbrot, vielleicht einerlei mit ἐριθάκη, Arist. H. A. 9, 40.

Greek (Liddell-Scott)

σανδᾰράκη: [ᾰ], ἡ, ἐρυθρὸν θειοῦχον ἀρσενικὸν, (ἀρσενικὸν δὲ καλεῖται τὸ κίτρινον, Διοσκ. 5. 12), Λατ. sandaraca, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 8· φέρεται σανδαράχη παρ’ Ἱππ. 466. 20, Διοσκ. 5. 103, Ἀλκίφρ. 1. 33, κτλ. 2) χρῶμα ἐρυθρόχρυσον ἢ τοῦ πορτοκαλίου λαμβανόμενον ἐξ αὐτῆς, Θεοφρ. π. Λίθ. 40 καὶ 50. (Πρβλ. Σανσκρ. sindûra = minium). II. τροφὴ τῶν μελισσῶν, «κέραθος», τὸ αὐτὸ καὶ κήρινθος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5· καὶ ἐριθάκη, αὐτόθι 52. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τροφή τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης. καὶ εἶδός τι μεταλλικόν».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
arsenic rouge (p. opp. à l’arsenic jaune ou ἀρσενικός).
Étymologie: cf. skr. sindura « minium ».

Greek Monolingual

και σανδαράχη, η, ΝΜΑ
1. εύθρυπτη, σχετικά αρωματική ημιδιαφανής ρητίνη, που διατίθεται υπό μορφή ωχροκίτρινων κόκκων, λαμβάνεται από τα δένδρα τετρακλινίς και καλλιτρίς και χρησιμοποιείται, σήμερα, στην βιομηχανία χρωμάτων, στην φαρμακοποιία καθώς και για επικάλυψη χαρτιού, δέρματος και μετάλλου
2. ορυκτό του αρσενικού και του θείου
3. φρ. α) «ερυθρά σανδαράκη»
(ορυκτ.) κόκκινο ή πορτοκαλλόχρωμο ορυκτό του αρσενικού και του θείου, το οποίο αποτελεί σημαντικό μετάλλευμα του αρσενικού
β) «κίτρινη σανδαράκη» — διαφανές κίτρινο θειούχο ορυκτό του αρσενικού, που αποτελεί απόθεση θερμών πηγών και είναι προϊόν εξαλλοίωσης, ιδίως από ερυθρά σανδαράκη, ή προϊόν χαμηλών θερμοκρασιών σε υδροθερμικές φλέβες
αρχ.
1. τροφή τών μελισσών («τροφὴν ἐμφερῆ τῷ κηρῷ τὴν σκληρότητα, ἣν ονομάζουσί τινες σανδαράκην», Αριστοτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «τροφή τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης καὶ εἶδος τι μεταλλικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. από τον ανατολικό χώρο, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής προέλευσή της. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με την λ. Σανδαράκη, όν. ενός λιμανιού του Εύξεινου Πόντου].

Greek Monotonic

σανδᾰράκη: [ᾰ], ἡ, ορυκτό κόκκινο ή σε πορτοκαλί απόχρωση, σε Αριστ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

σανδᾰράκη: (ρᾰ) ἡ
1) красный сернистый мышьяк, сандарак, реальгар Arst.;
2) ( = κήρινθος) пчелиная перга Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σανδαράκη en σανδαράχη -ης, ἡ realgar (= arsenicum tetrasulfide (giftig)). Hp.

Frisk Etymological English

-άχη
Grammatical information: f.
Meaning: sandarac, red arsenic sulphide, realgar, red orpiment (Hp., Arist., Thphr. a.o.), bee-bread (Arist.).
Compounds: σανδαρακ-ούργιον n. sandarac pit (Str.).
Derivatives: -ινος sandarac-coloured, bright red (Hdt. α.ο.), -ίζω to be sandarac-coloured (Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Orient. LW [loanword] of unknown source. Nehring Glotta 14. 182 reminds of the PlN Σανδαράκη (harbour-town on the Black-Sea). Acc. to a quite uncertain supposition by Uhlenbeck PBBeitr. 19, 327ff. from OInd. *candra-rāga- moon-coloured (?), which Cuendet (s. Mayrhofer s. candanaḥ) would like to change in a as hypothetic *candana-rāga- sand-coloured. -- The variation κ\/χ points to a Pre-Greek word. Cf. on σάνδυξ.

Middle Liddell

σᾰνδᾰράκη, ἡ,
red or orange-coloured mineral, Arist. [deriv. uncertain]