προσκτίζω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(1b)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κτίζω]]<br /><b>1.</b> [[κτίζω]] ή [[ιδρύω]] επί [[πλέον]] («πόλιν δὲ... ᾤκουν [[παντάπασι]] μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῑς... [[ἄλλην]] ἣν νέαν καλοῡσιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προσκτίζομαι</i><br />καθιερώνομαι επί [[πλέον]] («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῡ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.).
|mltxt=Α<br />[[κτίζω]]<br /><b>1.</b> [[κτίζω]] ή [[ιδρύω]] επί [[πλέον]] («πόλιν δὲ... ᾤκουν [[παντάπασι]] μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῑς... [[ἄλλην]] ἣν νέαν καλοῡσιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προσκτίζομαι</i><br />καθιερώνομαι επί [[πλέον]] («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῦ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:00, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκτίζω Medium diacritics: προσκτίζω Low diacritics: προσκτίζω Capitals: ΠΡΟΣΚΤΙΖΩ
Transliteration A: prosktízō Transliteration B: prosktizō Transliteration C: prosktizo Beta Code: proskti/zw

English (LSJ)

   A build or found besides, αὐτοῖς ἄλλην πόλιν Str.3.5.3; τὰς Θήβας τῇ Καδμείᾳ Id.9.2.3:—Pass., J.BJ5.4.2; ὄρει ib.3.7.7; τῶν προσεκτισμένων αὐτοῦ ἄλλων ἡμερῶν δύο the two additional festivaldays founded in his honour, Sammelb.7457.39 (Ptolemaic).

German (Pape)

[Seite 771] noch dazu bauen, gründen; Strab. 3, 5, 3; Tzetz. ad Lycophr. 838.

Greek (Liddell-Scott)

προσκτίζω: κτίζω προσέτι, πόλιν Στράβ. 169˙ τὰς Θήβας τῇ Καδμείᾳ ὁ αὐτ. 401.

French (Bailly abrégé)

fonder en outre.
Étymologie: πρός, κτίζω.

Greek Monolingual

Α
κτίζω
1. κτίζω ή ιδρύω επί πλέον («πόλιν δὲ... ᾤκουν παντάπασι μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῑς... ἄλλην ἣν νέαν καλοῡσιν», Στράβ.)
2. παθ. προσκτίζομαι
καθιερώνομαι επί πλέον («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῦ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.).

Greek Monotonic

προσκτίζω: μέλ. -σω, χτίζω ή ιδρύω επιπλέον, πόλιν, σε Στράβ.

Middle Liddell

fut. σω
to build or found besides, πόλιν Strab.